Από την έντυπη έκδοση
Του Μιχάλη Χατζηκωνσταντίνου
[email protected]
Στο σημείωμα της προηγούμενης εβδομάδας υπογραμμίζαμε τη δημοκρατική ανάγκη να ενημερωθούν οι πολίτες για τις αιτίες της παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη, αλλά η κυβέρνηση επέμεινε στη μη αποκάλυψη των κινήτρων της περιβόητης «επισύνδεσης», επικαλούμενη απροσδιόριστους «εθνικούς λόγους».
Εν τω μεταξύ, όμως, προέκυψαν και δύο ακόμη ερωτήματα, που ζητούν και αυτά άμεσες απαντήσεις…
Πρώτον, δύο υψηλόβαθμοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι (ο εκπρόσωπος Τύπου, Γιάννης Οικονόμου και ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης) υπονόησαν σαφώς ότι ανθρώπινο χέρι μπορεί να έχει καταστρέψει τις καταγραφές της παρακολούθησης Ανδρουλάκη, παρά το γεγονός ότι οι προδιαγραφές του συγκεκριμένου συστήματος φέρεται να προβλέπουν διατήρηση των αρχείων για τουλάχιστον 12 μήνες.
«Σβήστηκαν, λοιπόν, τα αρχεία ή όχι;». Το ερώτημα αυτό θα πρέπει να απαντηθεί εδώ και τώρα, ασχέτως του πολιτικού κόστους που μπορεί να επιφέρει. Αντίθετα, όσο μένει αναπάντητο τόσο θα ενισχύεται η αίσθηση ότι κάποιοι σκέφτονται να χρησιμοποιήσουν τις ηχογραφήσεις ως υλικό για υπόγειες «διαπραγματεύσεις».
Το δεύτερο ζήτημα που ανέκυψε είναι οι δημοσιογραφικές πληροφορίες ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν ήταν ο μόνος πολιτικός που παρακολουθείτο αλλά ότι είχαν παγιδευτεί τα τηλέφωνα συνολικά 7-8 πολιτικών προσώπων. Μέχρι στιγμής η κυβέρνηση μιλάει για «ευφάνταστα σενάρια για παρακολούθηση προσώπων» αλλά αποφεύγει να απαντήσει ξεκάθαρα. «Ήταν ο Νίκος Ανδρουλάκης ο μόνος Έλληνας πολιτικός που παρακολουθούσε η ΕΥΠ ή όχι;». Μια σαφής και επίσημη διάψευση αρκεί για να τελειώσει όλη αυτή η φιλολογία.
Αμφότερα τα ερωτήματα απαντώνται λοιπόν με ένα «ναι» ή με ένα «όχι». Και όσο μένουν αναπάντητα, τόσο καθίσταται σαφές ότι αυτό δεν οφείλεται σε «εθνικούς λόγους».