Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Μπαρούτι σκάει στα θερινά όνειρα. Δεν την αντέχεις την πόλη. Δεν σε βαστάει. Ταξίδι στο σώμα του καλοκαιριού. Ταξίδι, μα τι ταξίδι;
Δεν την αντέχεις την πόλη, μα πόσο αντέχει η τσέπη αυτά που νοσταλγείς, «να βλέπεις και να μη χορταίνεις καινούργια χώματα και θάλασσες κι ανθρώπους κι ιδέες και να τα βλέπεις όλα σαν να είναι η πρώτη φορά, να τα βλέπεις όλα σαν να είναι η τελευταία φορά, με μακρόσυρτη ματιά, κι έπειτα να σφαλνάς τα βλέφαρα και να νοιώθεις τα πλούτη να κατασταλάζουν μέσα σου ήσυχα, τρικυμιστά»;
Εντός σου τρικυμία και γύρω-γύρω τουριστική ευφορία, επιστροφή του Ξένιου Δία, από τη στιγμή που «τελειώσαμε» την πανδημική πολιορκία. Όχι αρνητικές σκέψεις, προστάζει η καλοκαιρινή γεωγραφία. Όχι σκουπίδια και πλαστικά σε θάλασσες και ακτές. Εσύ, όμως, υπολογίζεις ξανά και ξανά πόσο κοστίζουν οι διακοπές -ακόμη και με δωρεάν διαμονή σε εξοχικά, φίλους και συγγενείς- και όσα ζοφερά σε περιμένουν όταν επιστρέψεις απ’ αυτές.
Να νοσταλγείς διακοπές, ζώντας στον τόπο των διακοπών είναι πικρό. Μα, αυξήθηκαν οι καταθέσεις των νοικοκυριών τον Ιούνιο κατά 700 εκατ. «και το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα το πρώτο τρίμηνο του έτους ενισχύθηκε κατά 3,8%, εμφανίζεται μάλιστα υψηλότερο από όλα τα αντίστοιχα πρώτα τρίμηνα της τελευταίας δεκαετίας», δίνονται και τόσα pass, δεν μπορεί, κάπου θα πας.
Καλά, υπάρχουν εξηγήσεις για τα αριθμητικά -ενδεικτικά για το πρώτο, τα αυξημένα έσοδα από τον τουρισμό, αλλά και θέματα τεχνικά, όπως οι παρατάσεις των φορολογικών δηλώσεων- στάζουν αλμύρα, όμως, αυτά που δεν είναι μυστικά. Το ράλι τιμών σε βασικά, που σε πολλές περιπτώσεις είναι πάνω από το 12,1% του πληθωρισμού και όσα καταγράφει για τα νοικοκυριά σε απόγνωση η ΕΛΣΤΑΤ. Είναι βαρύ στο κληρονομικώ δικαιώματι καλοκαίρι να μη χωρείς.