Όσοι δημοσιογράφοι αλλά και απλοί θνητοί παρακολούθησαν την δεκαετία του 90 την πολύκροτη υπόθεση από κοντά ή μέσω της τηλεόρασης, θα θυμούνται ασφαλώς εκείνο το μαύρο γάντι στη δίκη του αιώνα, όπως χαρακτηρίστηκε, με απόλυτο πρωταγωνιστή τον Ο. Τζέι Σίμπσον.
Μια δίκη τηλεοπτικό ριάλιτι. Στο τόπο που βρέθηκε νεκρή η πρώην γυναίκα του, η Νικόλ Μπράουν, και ο φίλος της, βρέθηκαν και δύο ματωμένα γάντια.
Το κόλπο του αιώνα με το γάντι
Μέχρι τότε ολόκληρος ο κόσμος έβαζαν στοίχημα για την καταδίκη του. Υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες που τον είχαν ακούσει να απειλεί να την σκοτώσει. Και όχι μια φορά. Άλλοι να φεύγει από το σπίτι τη μέρα της δολοφονίας με το αυτοκίνητο οδηγώντας τρελά. Ίχνη διάρρηξης στο σπίτι δεν υπήρχαν. Ποιος άλλος θα μπορούσε να έχει κλειδιά; Ήταν ένοχος, όλοι είχαν πειστεί γι αυτό. Μέχρις ότου ήρθε η απόλυτη ανατροπή. Οι εντολείς του, δικηγόροι-σταρ που έπαιρναν 50.000 δολάρια την ημέρα για να τον υπερασπιστούν, έκαναν την απόλυτη ανατροπή.
Ξέροντας ότι ο Σίμπσον έπαιρνε χάπια για αρθρίτιδα, του ζήτησαν να τα σταματήσει για να πρηστουν τα χέρι του. Κι όταν φόρεσε το επίμαχο γάντι και μετά ένα άλλο, φάνηκε ότι δεν του έκαναν. Και ο εντολέας του, ο διαβολικός Τζόνι Κόχραν, είπε το ιστορικό «if it doesn't fit, you must acquit». Και ο Σίμπσον κρίθηκε από τους ενόρκους αθώος. Τίτλοι τέλους για ένα δράμα 8 μηνών. Ήταν στις 3 Οκτωβρίου του 1995.
Τι κι αν ξυλοφόρτωνε την γυναίκα του επί 16 χρόνια, κι αν είχε νοσηλευτεί σε νοσοκομεία. Τι κι αν το μαρτύριό της το είχε η ίδια καταγράψει σε λεπτομερή ημερολόγια και το ήξερε η οικογένειά της. Ο νομικός κόσμος είχε φρίξει. Οι συγγενείς της Νικόλ Μπράουν πήραν μια ελάχιστη ικανοποίηση, όταν το 1997 δικαστήριο τον επιδίκασε αποζημίωση ύψους εκατομμυρίων. Αλλά οι πανούργοι δικηγόροι του χρησιμοποίησαν και το χαρτί του χρώματός του. Πείθοντας ότι είχε πέσει θύμα φυλετικών διακρίσεων των αστυνομικών. Με αυτόν τον τρόπο κινητοποίησε την κοινότητα των Αφροαμερικανών που τάχθηκαν στο πλευρό του. Ο ίδιος όμως δεν είχε κάνει τίποτα γι αυτούς. Όπως γράφουν αμερικανικά μέσα εκείνη την εποχή, ο Σίμπσον μέσα από το ποδόσφαιρο ξέφυγε από τις φτωχογειτονιά που μεγάλωσε. Άλλαξε κοινωνικό περίγυρο, δεν κοιτούσε πίσω. Δεν έκανε παρέα με έγχρωμους, μόνο με λευκούς. Ήταν ένας λευκός μαύρου χρώματος.
«Η ζωή είναι ωραία»
Χθες, ο Ορένθαλ Τζέιμς Σίμπσον μπήκε στην 75η δεκαετία της ζωής του. Από μικρός έδειξε μεγάλο ταλέντο στο ποδόσφαιρο, όπου κινήθηκε επαγγελματικά με εξαιρετική επιτυχία. Μετά το τέλος της καριέρας του έπαιξε σε φιλμ και τηλεοπτικά σίριαλ, σχολίαζε αθλητικά δρώμενα και έγινε σταρ.
Η γοητεία του ήταν εκθαμβωτική. Ήταν πάντα στο επίκεντρο της δημοσιότητας, στο star system. Μια δημοσιότητα που του φάνηκε χρήσιμη, τα «δύσκολα» χρόνια της δίκης. Το ότι έμεινε μερικά χρόνια ακόμη στη φυλακή, δεν οφείλεται στην υπόθεση δολοφονίας της πρώην γυναίκας του.
Ο πρώην ποδοσφαιριστής καταδικάστηκε σε φυλάκιση στη Νεβάδα το 2008 για ένοπλη ληστεία και σωματική βλάβη. Με συνεργούς και απειλώντας δύο συλλέκτες ειδών σε δωμάτιο ξενοδοχείου στο Λας Βέγκας, τους ανάγκασε να παραδώσουν προσωπικά αναμνηστικά.
Μετά από 9 χρόνια στη φυλακή αφέθηκε ελεύθερος το φθινόπωρο του 2017 με περιοριστικούς όρους. Από τον περασμένο Δεκέμβριο καταργήθηκαν οι περιοριστικοί όροι. Σήμερα ζει στο Λας Βέγκας, παίζει γκολφ από χόμπι και ζει μια ζωή χωρίς να προκαλεί το ενδιαφέρον. Μερικές φορές βγαίνει από την αφάνεια κάνοντας δηλώσεις μέσω του twitter για θέματα επίκαιρα. Αλλά υπάρχει ένα ταμπού. Ο θάνατος της πρώην γυναίκας του Νικόλ Μπράουν. Τα σαράκι της δημοσιότητας τον οδήγησε το 2006 να δώσει μια τηλεοπτική συνέντευξη, στην οποία περιέγραφε σε υποθετικό χρόνο, πώς θα είχε διαπράξει το φόνο, εάν ήταν ένοχος. Μια όψιμη ομολογία από τηλεόρασης, που τον είχε αποθεώσει; Το 2019 πάντως είπε στο ειδησεογραφικό πρακτορείο AP τα εξής: «Δεν χρειάζεται να γυρίσουμε πίσω και να ξαναζήσουμε την χειρότερη μέρα της ζωής μας. Θέλω να επικεντρωθώ στα θετικά. Γιατί η ζωή είναι ωραία».