Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Στην αρχή θεωρήθηκε εφικτό, με τους στόχους της Ε.Ε. να αποτελούν ορόσημο στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής. Τον Ιούνιο του 2021, το ευρωπαϊκό μπλοκ υιοθέτησε τον Νόμο για το Κλίμα με βασικό στόχο τη μείωση των εκπομπών ρύπων που ευθύνονται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου στο 55% έως το 2030 από τα επίπεδα του 1999 και εν συνεχεία στο μηδέν έως το 2050.
Μετά όμως ήρθε η «μάχη» για την ενεργειακή κρίση, που ανατρέπει άρδην τα δεδομένα και μαζί και τους φιλόδοξους στόχους για έναν πιο βιώσιμο πλανήτη. Οι ευρωπαϊκές χώρες, η μία μετά την άλλη, ανακοινώνουν την άρση των περιορισμών στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με χρήση άνθρακα και την επαναλειτουργία μονάδων που είχαν πάψει να χρησιμοποιούνται στο «όνομα» της ενεργειακής ασφάλειας, με τον Γερμανό υπουργό Οικονομίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ, να διαμηνύει ότι οι ενέργειες που γίνονται σήμερα στοχεύουν να οδηγήσουν στην ενεργειακή πολιτική του μέλλοντος. Ποια θα είναι αυτή, δεν έχει γίνει κατανοητό.
Την ίδια στιγμή, οι πυρηνικές εγκαταστάσεις της Ευρώπης που θα μπορούσαν να προσφέρουν μία λύση είναι απαρχαιωμένες και χωρίς τις αναγκαίες προηγμένες τεχνολογίες που θα τις έκαναν να χαρακτηρίζονται «βιώσιμες». Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθούν και οι πιέσεις από την αυτοκινητοβιομηχανία και τις αεροπορικές για χαλάρωση των μέτρων ή παράταση του χρονοδιαγράμματος για τις εκπομπές ρύπων.
Το μείζον πρόβλημα πίσω από αυτό το σκηνικό είναι το έλλειμμα ενεργειακής ασφάλειας και σχεδιασμού. Δεν ξεκινάς να θέτεις μεγαλεπήβολους στόχους όταν είσαι τόσο πολύ εξαρτημένος από ενεργειακές υπερδυνάμεις για να καλύπτεις τις ανάγκες σου. Πρώτα κάνεις ανθεκτικές τις υποδομές και τους παραγωγικούς τομείς και μετά φεύγεις από ορυκτά καύσιμα που δεν είναι δικά σου. Εάν όχι, φτιάχνεις πρώτα τα δικά σου και μετά προχωράς σε απεξάρτηση.