Από την έντυπη έκδοση
Toυ Μωυσή Λίτση
[email protected]
Τις τελευταίες εβδομάδες δέσποσαν στη διεθνή ειδησεογραφία ορισμένες ειδήσεις φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους. Ωστόσο, όλες έχουν ένα κοινό παρονομαστή: την αποκαθήλωση πολλά υποσχόμενων πολιτικών.
Στη Γαλλία, δύο μήνες μετά την εκλογική του νίκη στις προεδρικές εκλογές του Απριλίου, ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν αναζητά κυβερνητικό εταίρο, μετά την απώλεια της απόλυτης πλειοψηφίας στις πρόσφατες κοινοβουλευτικές εκλογές.
Στην Βρετανία, ο θριαμβευτής των εκλογών του 2019, Μπόρις Τζόνσον, αμφισβητείται όλο και πιο έντονα από το ίδιο του το κόμμα, λόγω των «κορονοπάρτι», των απωλειών σε πρόσφατες τοπικές εκλογικές αναμετρήσεις και τους χειρισμούς του όσον αφορά το Brexit.
Στην Ιταλία, η πολλά υποσχόμενη κυβέρνηση του «σούπερ Μάριο» -του πρώην προέδρου της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι- απέφυγε πρόσφατα στο παρά πέντε μια μείζονα πολιτική κρίση, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών Λουίτζι ντι Μάιο παραιτήθηκε από την αρχηγία των Πέντε Αστέρων. Εξελίξεις που ενδεχομένως να αποτελέσουν προάγγελο πολιτικών ανατροπών στην Ιταλία.
Στο Ισραήλ, έναν χρόνο μετά τον σχηματισμό της πολυσυλλεκτικής κυβέρνησης Μπένετ, η χώρα οδηγείται σε νέες πρόωρες εκλογές την 1η Νοεμβρίου, για πέμπτη φορά μέσα σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια.
Στις ΗΠΑ, ο πρόεδρος Μπάιντεν, που εκλέχτηκε με υψηλές προσδοκίες, μετά την παρένθεση(;) Τραμπ, υπέστη σοβαρή πολιτική ήττα με την ανατροπή του νόμου περί αμβλώσεων. Ανατροπή η οποία δείχνει πως η βαθιά συντηρητική Αμερική δεν έχει ακόμη πει την τελευταία της λέξη…
Οι εξελίξεις αυτές έχουν ασφαλώς να κάνουν με τις πολιτικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες κάθε χώρας. Είναι ενδεικτικές, ωστόσο, της νέας διεθνούς πολιτικής αστάθειας, που πιθανότατα θα οξυνθεί όσο θα μεγαλώνουν οι πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, μετατοπίζοντας το πολιτικό εκκρεμές προς αναζήτηση πότε «αριστερών» και πότε «δεξιών» διεξόδων.