Από τον Άκη Καπράνο
Τέσσερα χρόνια μετά το First Reformed (μεγάλο comeback για τον Πολ Σρέντερ), ο σεναριογράφος του «Ταξιτζή» επιστρέφει με μια ταινία που του επιτρέπει για άλλη μια φορά να ασχοληθεί με το αγαπημένο του θέμα: τη λύτρωση. Το έχουμε πει, ο Σρέντερ κατέχει μια πολύ ξεχωριστή θέση στο χολιγουντιανό τοπίο, και ποτέ, μα ποτέ δεν έχει καταπιαστεί με θέματα που δεν τον απασχόλησαν προσωπικά. «Μέσα στα χρόνια ανέπτυξα το προσωπικό μου είδος ταινιών, το οποίο συνήθως περιλαμβάνει έναν μοναχικό άντρα που φοράει μια μάσκα – με τη μάσκα να είναι η επαγγελματική του ενασχόληση», λέει ο ίδιος. Με τους ήρωες του, συχνά καταδικασμένους σε μια αέναη τραγωδία, και με τον Παράδεισο να μοιάζει μακρινός (η λύτρωση που λέγαμε πριν), ο Καλβινιστής σκηνοθέτης στήνει εδώ μια παρόμοια διαδρομή, πίσω από τσόχες και «κουρασμένα» φωτάκια, καθώς παρακολουθούμε τον Γουίλιαμ να πηγαινοέρχεται σε απρόσωπα μοτέλ και καζίνο δεύτερης κατηγορίας, μακριά από τα μεγαλοπρεπή και υπέρλαμπρα χρώματα του Λας Βέγκας.
Ο Γουίλιαμ Τελ (ναι, αυτό είναι το όνομα του ήρωα μας) παίζει blackjack και πόκερ. Μεθοδικά, και με μεγάλη προσοχή. Είναι αριθμομνήμων (τι «Μετρητής καρτών» ρε παιδιά!), αλλά ξέρει πως πρέπει να κινείται κάτω από τα ραντάρ των μεγάλων καζίνο που καιροφυλακτούν. Ως εκ τούτου, αποφεύγει να κερδίζει μεγάλα ποσά – είναι, με άλλα λόγια, μετρημένος στις χειρονομίες του, στα λόγια του και στα κέρδη του. Δεν διατηρεί απλά μια ανωνυμία, αλλά μια ανυπαρξία: Σε κάθε μοτέλ που επισκέπτεται, σκεπάζει όλα τα έπιπλα με λευκά σεντόνια. Όταν τον πλησιάσει ένας νεαρός, ο Κερκ ο οποίος ζητάει βοήθεια για να εκδικηθεί έναν κοινό εχθρό τους, ο Τελ βλέπει μια ευκαιρία για λύτρωση. Χρηματοδοτούμενος από τη μυστηριώδη Λα Λίντα, παίρνει μαζί του τον Κερκ και ταξιδεύουν από καζίνο σε καζίνο, στοχεύοντας τη μεγάλη μπάζα του World Series of Poker στο Λας Βέγκας. Όμως εντέλει ο Κερκ σέρνει τον ήρωα μας πίσω στο σκοτάδι του παρελθόντος του. Και τα παραμορφωμένα flash-back μας αποκαλύπτουν τον εφιάλτη που τον στοιχειώνει: Ήταν ανακριτής της CIA στο κολαστήριο του Άμπου Γκράιμπ στο Ιράκ, την περίοδο των σκληρών (και διεστραμμένων) βασανιστηρίων. Πολλοί τρίβαμε τα μάτια μας τότε, με αυτές τις περίφημες φωτογραφίες που θύμιζαν Παζολινικό εφιάλτη, όμως τα βασανιστήρια αυτά κάθε άλλο παρά ξένα ήταν, τόσο για τις ένοπλες δυνάμεις, όσο και για τις υπηρεσίας ασφάλειας και πληροφοριών. Μόνο ένας ανώτερος αξιωματικός τιμωρήθηκε τότε, και στο The Card Counter (αρνούμαι να ξαναγράψω τον αστείο ελληνικό τίτλο), αυτός ήταν ο Γουίλιαμ, που βρέθηκε στη φυλακή για οκτώμισι χρόνια.
Με το The Card Counter λοιπόν, ο Σρέντερ πηγαίνει πίσω στο coolness των φιλμ νουάρ των 70s (θυμηθείτε τον Ρόμπερτ Άλτμαν του «The long goodbye»). Τα πλάνα του είναι ως επί το πλείστον σταθερά, στο ύψος των ματιών, και τις ελάχιστες στιγμές που η κάμερα ξεστρατεύει, μοιάζει να εκτελεί ασκήσεις ελευθερίας για τους ήρωες της αλλά και για εμάς τους ίδιους. Ο δε Όσκαρ Άιζαακ, σε μια σπουδαία ερμηνεία, δείχνει να κουβαλά στις πλάτες του όλη την ενοχή του Κόσμου (θυμίζουμε εδώ πως ο Σρέντερ είναι ο σεναριογράφος του «Ταξιτζή» και του «Οργισμένου Ειδώλου»), όλη την τρέλα και την ανθρώπινη σκληρότητα. Ψυχρός και συμπαθής συνάμα, μοιάζει με έναν μαύρο ήλιο που στριφογυρίζει στο κενό. Δεν πρόκειται να σωθεί, ούτε να συγχωρεθεί – και το ξέρει. Ο Σρέντερ όμως, όσο σκληρός κι αν ήταν με τους ήρωες του, δεν έπαψε ποτέ να τους αγαπά. Και ο Γουλιέλμος Τέλος του, μπορεί να ξεπλένει τις παλαιότερες αμαρτίες του με μια νέα (έστω κι αν αυτή υπαγορεύεται από ένα αίσθημα δικαίου), αλλά αυτό τον Γολγοθά δεν θα τον διαβεί μονάχος. Κάτι είναι κι αυτό.