Από την έντυπη έκδοση
Του Μωυσή Λίτση
[email protected]
Ποιος εργαζόμενος δεν θα χαιρόταν διαβάζοντας την είδηση πως η Ε.Ε. συμφώνησε στην καθιέρωση κατώτατου μισθού και ενίσχυση των ΣΣΕ, ειδικά σε χώρες όπου καλύπτουν λιγότερο από το 80% των εργαζομένων. Η συμφωνία θυμίζει τις «παλιές καλές ημέρες», τότε που η προστασία των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη της Ε.Ε., κάνοντας πολιτικούς, όπως η πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ, να «αφρίζουν».
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Από τα μέσα της δεκαετίας του '90 τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα στην Ευρώπη άρχισαν σταδιακά να ξηλώνονται, από κεντροδεξιές και κεντροαριστερές κυβερνήσεις. Η παραπάνω είδηση χαιρετίστηκε επίσης ως βήμα για την επιστροφή των ΣΣΕ, ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα. Όσο ανεπαρκείς κι αν ήταν, οι ΣΣΕ προσέφεραν μια ελάχιστη προστασία στον εργαζόμενο.
Οι ΣΣΕ βέβαια -ως γνωστόν- αποτελούν πλέον ανάμνηση του χαμένου «εργασιακού παραδείσου». Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία, οι συλλογικές συμβάσεις καλύπτουν μόλις το 25% του συνόλου όσων απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα. Ως αποτέλεσμα, υπολογίζεται ότι περίπου 2,8 εκατ. εργαζόμενοι υποχρεώνονται να λαμβάνουν αποδοχές που προκύπτουν είτε ανάμεσα στην απευθείας συμφωνία που έχουν συνάψει με τον εργοδότη τους είτε μέσω του κατώτατου μισθού. Γιατί χάθηκαν όμως οι ΣΣΕ;
Δεν ήταν η Ε.Ε., που ως ένας από τους τρεις περιβόητους θεσμούς της τρόικας, που ενστερνίστηκε το δόγμα της εσωτερικής υποτίμησης, εξώθησε στην κατάργηση των ΣΣΕ και άλλων προστατευτικών μέτρων στο όνομα της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας; Ανταγωνιστικότητας έναντι ποιων; Κρατών που δεν είχαν κανένα μέτρο προστασίας των εργαζομένων και φάνταζαν μέχρι χθες «Ελ Ντοράντο» για επενδύσεις. Άλλωστε, οι ΣΣΕ δεν οφείλονταν σε καμία Βρυξέλλες, αλλά στους πολυετείς κοινωνικούς και εργασιακούς αγώνες του προηγούμενου αιώνα.