Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
«….Η πρώτη καμπάνα σήμαινε ήδη τον εσπερινό και κατέβηκα στους σκεπαστούς διαδρόμους και παρακολούθησα τους μοναχούς να συγκεντρώνονται σιωπηλοί για την όμοια με πομπή είσοδό τους. Πάνω από το ράσο και το σκαπουλάριό τους είχαν φορέσει μαύρο ράσο με κουκούλα, φαρδύ ώστε να χωράει τα συνηθισμένα τους άμφια, τόσο που μέσα του έμοιαζε πιο πολύ να γλιστράνε παρά να βαδίζουν. Τα χέρια τους ήταν ενωμένα, αόρατα, σαν αυτά των μανδαρίνων, μέσα στις πτυχές των μανικιών τους, και τα σκυμμένα πρόσωπά τους, βαθιά μέσα στη σπηλιά της μυτερής τους κουκούλας, ήταν σχεδόν ολότελα κρυμμένα. Τι υπέροχο ρούχο για να ’σαι ανώνυμος! Ήταν φτυστοί οι μοχθηροί μοναχοί στον Ιταλό της Αν Ράντκλιφ και οι κακούργοι της προτεσταντικής αντιπαπικής λογοτεχνίας. Εντούτοις, δεν έδειχναν τόσο απειλητικοί, όσο απελπιστικά θλιμμένοι. Μόνο στην τράπεζα και την εκκλησία μπόρεσα να δω τα πρόσωπά τους· και, καθώς καθόμουν στον εσπερινό παρακολουθώντας τους, πότε κουκουλωμένους, πότε ασκεπείς, ανάλογα με την πορεία της λειτουργίας, έδειχναν αφύσικα χλωμοί, κάποιοι πράσινοι σχεδόν. Τα οστά στο πρόσωπό τους ήταν σχεδόν πάντα κοντά στην επιφάνεια.
Όμως, αν κι ένα βαθύ κοίλωμα τόνιζε συχνά τη σκιά κάτω απ’ το ζυγωματικό, το πρόσωπό τους ήταν ουσιαστικά αρυτίδωτο, κι αυτή η καταβεβλημένη όψη χωρίς ζάρες ήταν ό,τι ξεχώριζε το δικό τους πρόσωπο από οποιοδήποτε άλλο. Πόσο διαφορετικό ήταν, σκέφτηκα, από τα άγρια, τριχωτά πρόσωπα ληστών που είχαν οι έλληνες καλόγεροι στον Άθω και τα Μετέωρα, που τα μάτια τους σιγοκαίνε κι αστράφτουν και λαμπυρίζουν κάτω από κούτελα που είναι πάντοτε δεμένα σε κόμπους οργής ή γέλιου ή συγκέντρωσης, ή χαλαρωμένα ξάφνου με μειλίχια, ολύμπια καλοσύνη. Είχα συχνά στο μυαλό μου το χάσμα ανάμεσα στους κοινοβιάτες της Ρώμης κι αυτούς του Βυζαντίου. Μια κουκουλοφόρος φιγούρα περνούσε σιωπηλή και ξάφνου, μ’ ένα χαμόγελο, θυμόμουν τους πατέρες Διονύσιο και Γαβριήλ, τους αδερφούς Θεοφύλακτο, Χρίστο και Πολύκαρπο, τους γενάτους, μακρυμάλληδες, καλημαυχοφόρους οικοδεσπότες και προστάτες μου στην Κρήτη κατά τη διάρκεια του πολέμου, που ’βαζαν τις ρακές, έσπαγαν καρύδια, έλεγαν τραγούδια του βουνού, έλυναν κι έδεναν πιστόλια, μου έκαναν ατελείωτες ερωτήσεις για τον Τσόρτσιλ και ροχάλιζαν κάτω από λιόδεντρα, ενώ οι αχτίδες του ήλιου έπεφταν κάθετα στο Λιβυκό Πέλαγος… Όμως εδώ, στις σκιές του βορρά στο αβαείο, δεν υπήρχε ποτέ χαμόγελο ή κατσούφιασμα. Καμία σεισμική δόνηση ευθυμίας ή θυμού ή φόβου δεν θα μπορούσε ποτέ, ένιωθα, να διαταράξει τη γαλήνια γεωγραφία αυτών των μοναχικών χαρακτηριστικών. Τα βλέφαρά τους ήταν πάντα χαμηλωμένα και, όταν πού και πού υψώνονταν, καμία δόλια λάμψη δεν εμφανιζόταν, παρά μόνο μια επιμελώς καλλιεργημένη ηρεμία, απόσυρση και πραότητα, και περιστασιακά μια έκφραση απόμακρης και κουρασμένης μελαγχολίας. Το πνιχτό φως μες στην εκκλησία κρεμούσε ανάμεσά μας ένα αραχνοΰφαντο τούλι, αναπαράγοντας ακριβώς την ατμόσφαιρα ενός ισπανικού ατελιέ στις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα, όπου –κερένια, αυστηρά, αναιμικά, με κουρά– ήταν σκυμμένα σε προσευχή τα μοντέλα του Θουρμπαράν και του Ελ Γκρέκο.
Δεν είναι τυχαίο που αυτοί οι ζωγράφοι είχαν ακολουθήσει καταπόδας την αγία Τερέζα και τον άγιο Ιωάννη του Σταυρού, και απεικόνισαν τόσο πιστά τα εξωτερικά σημάδια της μοναστικής υπακοής, προσευχής, περισυλλογής, αυτοτιμωρίας και του μυστικιστικού πειραματισμού – τα ίχνη που αφήνει η σκοτεινή νύχτα της ψυχής με την αναρρίχηση σε ουράνια όρη και την εξερεύνηση εσωτερικών ουρανίων μονών. Καθώς σκόρπιζαν οι μοναχοί μετά τον εσπερινό και, μερικές ώρες αργότερα, ύστερα από το απόδειπνον, είχα την αίσθηση πως η θερμοκρασία έπεσε στο μηδέν, με το αίμα να κυλά κάθε δευτερόλεπτο πιο αραιό και αργό, λες και τελικά η καρδιά, με τρόπο ανεπαίσθητο, θα μπορούσε να πάψει να χτυπά. Αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν στ’ αλήθεια λες και κάθε μέρα ήταν η τελευταία τους, εν ειρήνη με τον κόσμο, με τα κρίματά τους εξομολογημένα, δυνατοί χάρη στη μετάληψη, έτοιμοι οποιαδήποτε στιγμή δίχως πόνο τα μεσάνυχτα να ξεψυχήσουν. Ο θάνατος, όταν ερχόταν, θα ήταν η ευκολότερη απ’ τις μεταβάσεις. Με τη σιωπή, την εμφάνιση, το χρώμα και την περπατησιά φαντασμάτων, που είχαν ήδη, το στερνό βήμα θα ήταν απλώς μια λεπτομέρεια…» [Το αβαείο του Σεν Βαντρίλ Ντε Φοντανέλ]. Από τα αβαεία στη βόρεια Γαλλία ως τα επιβλητικά μοναστήρια στους βράχους της Καππαδοκίας, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ περιγράφει την αυστηρή στοχαστική ζωή των μοναχών και την άχρονη ομορφιά του μοναστικού περιβάλλοντος. Στα περιστασιακά αποτραβήγματά του από τον κόσμο, ο κορυφαίος ταξιδιωτικός συγγραφέας αποτυπώνει τη γαλήνια μοναξιά και γοητεία των μοναστηριών ως μια αναπάντεχη υπερφυσική ευλογία.
Το βιβλίο αυτό, που ο Φέρμορ αφιερώνει στη μητέρα του, κυκλοφορεί πρώτη φορά στα ελληνικά.
Διαβάζουμε στο Σημείωμα του μεταφραστή: «…Αν τα μεγαλύτερα ταξιδιωτικά βιβλία του Φέρμορ είναι μπαρόκ καθεδρικοί ναοί, λαμπρά και βαριά στολισμένοι με κάθε λογής πληροφορίες και περιγραφές, ο “Καιρός του σιγάν”, όπως ταιριάζει στον τίτλο του και στο θέμα του, είναι ένα πιο λιτό αλλά περίτεχνο παρεκκλήσι, όπου μας καλεί ο Φέρμορ να αφουγκραστούμε τη σιγή του μοναστικού βίου. Με περιγραφική δεινότητα, ιστοριογνωσία και οξυδερκή παρατήρηση και ενδοσκόπηση, μας μεταφέρει τη ζωή ενός μοναχού μέσα στη σιωπή και την προσευχή, όπως τη νιώθει ο ίδιος ο συγγραφέας, ένας φιλοξενούμενος στα μοναστήρια για λίγες εβδομάδες, και μάλιστα άπιστος, που όμως στέκεται απέναντι σε τούτη τη ζωή με σεβασμό, απορία και δέος».