«Βρώμικος Παράδεισος»: Ο Δρόμος της Υπερβολής, οδηγεί στο Σινεμά

Πέμπτη, 02 Ιουνίου 2022 11:26
UPD:12:34
A- A A+

Από τον Άκη Καπράνο

«Αν ο τρελός επέμενε στην τρέλα του, θα γινόταν σοφός»

Γουίλιαμ Μπλέικ, «Παροιμίες της Κόλασης»
 

Σαν πίδακας νερού που εκτοξεύεται με καταστροφική ισχύ από το ρήγμα ενός φράγματος, ο «Βρώμικος Παράδεισος» του Μπερτράν Μαντικό που ξεκινά να προβάλλεται από σήμερα, ξεχύνεται σαρωτικά από τη μεγάλη οθόνη. Τόσο σαρωτικά που ακόμα και η ίδια η ταινία μοιάζει να απειλείται: Μιλάμε για μια κατακλυσμιαία έκρηξη χρωμάτων, μουσικής και ερωτισμού που μόνο στο σινεμά μπορεί να «αναπνεύσει», έτοιμη να συμπαρασύρει τα πάντα στο διάβα της. Τα πάντα, εκτός από την αθωότητα του βλέμματος του δημιουργού της. Εδώ, ο προσεκτικός θεατής θα εντοπίσει και το κλειδί πίσω από τη (μεγάλη) επιτυχία της.

Ο τόπος είναι ένας κάποιος πλανήτης σε ένα αδιευκρίνιστο μέλλον. Ονομάζεται After Blue. Κατοικείται αποκλειστικά από γυναίκες. Εκεί, η μοναχική έφηβη Ρόξι βρίσκει «φυλακισμένη» στην άμμο μια διαβόητη εγκληματία, την Καταρζίνα Μπουζόφσκα, ευρύτερα γνωστή ως Κέιτ Μπους. Η μυστηριώδης γυναίκα ζητά από τη θολωμένη έφηβη να την απελευθερώσει – με αντάλλαγμα την πραγματοποίηση κάθε επιθυμίας της. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, η Κέιτ Μπους γιορτάζει την ελευθερία της σε ένα δολοφονικό ντελίριο. Η Ρόξι δεν έχει επιλογή: Μαζί με την κομμώτρια μητέρα της, υποχρεώνεται από την κοινότητα να εντοπίσει, και να εξολοθρεύσει την Κέιτ Μπους. Έτσι, ξεκινά ένα ταξίδι μυητικού χαρακτήρα, τόσο για την Ρόξι, όσο και για εμάς τους ίδιους.

Ο Μαντικό συνέλαβε την κεντρική ιδέα πριν από 20 χρόνια, μόνο που τότε είχε στο μυαλό του ένα «κλασσικό» γουέστερν, με πρωταγωνιστή τον Γκιγιόμ Ντεπαρτιέ. Τα χρόνια πέρασαν, ο σκηνοθέτης διαμόρφωσε το δικό του στιλ (που εδραιώθηκε πλήρως με τα «Άγρια αγόρια» του το 2018 – καλύτερη ταινία εκείνης της χρονιάς για τα Cahiers du Cinema), και έτσι το γουέστερν αυτό μεταλλάχθηκε σε ένα δημιούργημα Φαντασίας όπου συναντά κανείς μονάχα γυναίκες: Ο μοναδικός άντρας που εμφανίζεται κάποια στιγμή στο φιλμ αποκαλύπτεται πως είναι ανδροειδές, μηχανικό ον με τεχνητή νοημοσύνη, κατασκευασμένο από τη Λουί Βιτόν! Μα και η έφηβη Ρόξι θυμίζει περισσότερο νεαρό αγόρι, με τα κοντοκουρεμένα της μαλλιά. Το φύλο στον Μαντικό δεν είναι ποτέ καθορισμένο.

Και το σύμπαν που αναπλάθει μοναδικά εδώ, έχει τη δύναμη να απορροφά και να μεταβολίζει όλες τις ανησυχίες που τροφοδοτούνται σε αυτό: Σχεδόν κάθε δράση κουβαλά μια υπόγεια ερωτική απεύθυνση και οι εικονοκλαστικές εμμονές του δημιουργού του ανεβάζουν την αφηγηματική θερμοκρασία, οδηγώντας την σε ένα είδος θρησκευτικής έκστασης, όπου η θρησκεία δεν είναι άλλη από τον ίδιο τον κινηματογράφο. Ο φαινομενικός παραλογισμός του σεναριακού ιστού, μόλις που «σκεπάζει» την βαθιά πίστη του Μαντικό στο σινεμά, που με τη σειρά της, ριζώνει στον ρομαντισμό: Το σινεμά αγγίζει τα όρια των δυνατοτήτων του μονάχα όταν απελευθερώνεται από τις συμβάσεις της λογικής, μονάχα όταν ακροβατεί ανάμεσα στο όνειρο και την διαταραχή.

Γι αυτό και είναι λίγο άστοχες κάποιες κριτικές που αποθεώνουν την ταινία ως φεμινιστική αλληγορία. Δεν είναι φορείς μηνυμάτων και διδαχών αυτές οι εικόνες – και ο ίδιος ο σκηνοθέτης είναι εξαιρετικά πρόθυμος να υπονομεύσει κάθε υποψία σοβαρότητας με ένα σαρκαστικό, ενίοτε «παιδικό» χιούμορ. Προσωπικά γέλασα πολύ περισσότερο εδώ απ’ ότι με μια «κλασσική» αμερικάνικη κωμωδία – ελάχιστες από αυτές είναι πλέον αστείες ούτως ή άλλως. Βλέπετε, ο Μαντικό περιφρονεί τις εκ βαθέων σημειολογικές αναλύσεις, τις Φεστιβαλικές τάσεις και τη φιλοσοφική φλυαρία των ψωνισμένων auteur (εξ’ ου και η αμηχανία των κριτικών «μαρξιστικής» θεώρησης απέναντι στο σινεμά του) ενώ σπάει πλάκα και με τη μόδα, λες και όλα αποτελούν μεγαλοαστικές ασθένειες από τις οποίες οφείλουμε να απεμπλακούμε, αν θέλουμε δηλαδή να αγγίξουμε την καθαρή κινηματογραφική έκσταση.

Όλα αυτά, σε μια ταινία που επιθυμεί, μαζί με όλα τα άλλα, να μας ψυχαγωγήσει, αντιπροτείνοντας ένα φιλμικό κοκτέιλ που εμπεριέχει το γουέστερν, την κόμικ γραφή του Ένκι Μπιλάλ, τον «Ορφέα» του Ζαν Κοκτό, το «Blade Runner» του Ρίντλεϊ Σκοτ (ιδίως στη χρήση της απίθανης ηχητικής μπάντας), τον «Κόναν τον Βάρβαρο» του Τζον Μίλιους και τον «Υγρό Ουρανό» του Σλάβα Τσούκερμαν. Μπορεί να σαστίσετε, αλλά σίγουρα δεν έχετε δει ποτέ σας μια ταινία σαν κι αυτή. Και στις μέρες μας, όπου οι κινούμενες εικόνες μοιάζουν να έχουν πλήρως ομογενοποιηθεί, αυτό είναι κάτι παραπάνω από πολύτιμο.  

Προτεινόμενα για εσάς