Η επανένωση των αρχιτεκτονικών Γλυπτών του Παρθενώνα με το κορυφαίο μνημείο είναι μια δίκαια διεκδίκηση πολλών δεκαετιών αναφέρει ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ) για την 23η Σύνοδο της Διακυβερνητικής Επιτροπής της UNESCO και το ελληνικό αίτημα της επιστροφής των Γλυπτών.
Όπως τονίζεται στην ανακοίνωση, οι αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ έχουν τεκμηριώσει την καταστροφή που έγινε με δόλο από τον διπλωμάτη λόρδο Έλγιν, με ακρωτηριασμό και πριόνισμα του μνημείου και αφαίρεση δομικών στοιχείων του, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν τα αρχιτεκτονικά γλυπτά για προσωπικό όφελος, με την πώλησή τους στο βρετανικό δημόσιο. Ήδη τότε, στις αρχές του 19ου αιώνα, υπήρχαν αντιδράσεις μέσα κι έξω από το βρετανικό κοινοβούλιο για την ανήθικη πράξη του Έλγιν. Ως εκ τούτου, τα όσα φέρεται να αναφέρθηκαν από τη βρετανική πλευρά στην 23η Σύνοδο της Διακυβερνητικής Επιτροπής της UNESCO, αποτελούν προκλητικές δηλώσεις χωρίς ιστορικό και ηθικό έρεισμα.
Το αίτημα της επιστροφής των αρχιτεκτονικών Γλυπτών του Παρθενώνα, που μαζί με τα υπόλοιπα Γλυπτά, συναποτελούν τον γλυπτό διάκοσμο του κορυφαίου μνημείου από όπου βίαια τεμαχίστηκαν και αποσπάστηκαν, βασίζεται στα οριζόμενα από τις διεθνείς συμβάσεις προστασίας των πολιτιστικών αγαθών, αφορά την ελληνική και τη διεθνή κοινότητα που αγωνίζεται για το αίτημα αυτό για δεκαετίες και απαιτεί μεθοδικότητα και συνέπεια.
Οι αρμόδιες Διευθύνσεις και οι αρχαιολόγοι του ΥΠΠΟΑ με μεθοδικότητα και συνέπεια ασχολούνται με την τεκμηρίωση, τη διεκδίκηση και τον επαναπατρισμό κλεμμένων από την Ελλάδα αρχαιοτήτων, έχοντας στο ενεργητικό τους σημαντικές επιτυχίες. Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα αυτών των υπηρεσιακών ενεργειών είναι οι θετικές εξελίξεις στις δύο τελευταίες συσκέψεις της UNESCO για τον Παρθενώνα και η πρόσφατη επιστροφή χρυσού σφραγιστικού δαχτυλιδιού μυκηναϊκών χρόνων, που είχε κλαπεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής από το Αρχαιολογικό Μουσείο Ρόδου και το οποίο επιστράφηκε στην Ελλάδα από το Ίδρυμα Νόμπελ.
Επισημαίνεται δε ότι η απόφαση του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης το 2006 να επιστρέψει το θραύσμα του λίθου VIII της βόρειας ζωφόρου του Παρθενώνα, που βρισκόταν στην πανεπιστημιακή συλλογή του, όπως και η απόφαση της Περιφέρειας της Σικελίας να επιστρέψει οριστικά το «θραύσμα Fagan» από τον λίθο VI της ανατολικής ζωφόρου είναι τα παραδείγματα που δεικνύουν τον ηθικό και νόμιμο τρόπο για την επιστροφή των Γλυπτών στο μνημείο, όπου ανήκουν.
«Η προσπάθεια που διαχρονικά έχει καταβάλει το Υπουργείο Πολιτισμού από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, έχει φέρει αποτελέσματα στη διεθνή κοινή γνώμη, ακόμη και στη βρετανική, ώστε το αίτημα να μην διατυπώνεται μόνο από την Ελλάδα, αλλά να συντονίζεται με τις διεθνείς προσπάθειες ενάντια στη λεηλασία πολιτιστικών αγαθών, που δυστυχώς συνεχίζεται ακόμη και στις μέρες μας, ιδιαίτερα σε εμπόλεμες ζώνες. Η διεκδίκηση είναι καρπός μακρόχρονης προσπάθειας, και είναι σημαντικό να γίνονται βήματα, όπως οι συνεχείς συστάσεις της UNESCO προς τη βρετανική πλευρά από το 1982 και εντεύθεν».
Σε συνέχεια των αποφάσεων που λήφθηκαν από την UNESCO για την πρόσκληση της βρετανικής πλευράς σε διάλογο με την Ελλάδα για το επίμαχο ζήτημα, η αρνητική στάση των ιθυνόντων του Βρετανικού Μουσείου για την επιστροφή των γλυπτών στο μνημείο όπου ανήκουν, όπως και η πρόταση που διατυπώνουν δημόσια για «δανεισμό» των αρχαιοτήτων, δεν μπορεί παρά να προκαλεί αγανάκτηση στη διεθνή επιστημονική κοινότητα και τη διεθνή κοινή γνώμη. Η ελληνική πολιτεία δεν νομιμοποιείται να προχωρήσει σε καμία συζήτηση για «δανεισμό», «ανταλλαγή» με άλλα σημαντικά εκθέματα και οποιαδήποτε άλλη άμεση ή έμμεση αναγνώριση «κυριότητας» στην επονομαζόμενη από τη βρετανική πλευρά «συλλογή Έλγιν».
Το αίτημα από μεριάς του ελληνικού δημοσίου για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο πρέπει να συνεχίζεται στη βάση της εμπέδωσης και εν τέλει αποδοχής από τη βρετανική πλευρά ότι η Ελλάδα και το κορυφαίο μνημείο της Ακρόπολης υπήρξαν θύματα δόλιων πράξεων, σύμφωνα με αποικιοκρατικές αντιλήψεις που επικρατούσαν τον 19ο αιώνα. Τα γλυπτά του Παρθενώνα δεν αποτελούν μέρος της εθνικής κληρονομιάς της Βρετανίας, αλλά της Ελλάδας, αναπόσπαστο μέρος ενός ενιαίου μνημειακού συνόλου. Σκέψεις για τυχόν ανταλλαγή αρχαιοτήτων ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βρετανία αποτελούν υποχώρηση απέναντι στη γραμμή της ηθικής και νομιμοποιούν την αρπαγή. Εξάλλου, η ανταλλαγή αποτελεί παραβίαση του ίδιου του αρχαιολογικού νόμου, ο οποίος αποκλείει την συναλλαγή, άρα και την ανταλλαγή, των ελληνικών αρχαιοτήτων.
«Σε αυτή τη κατεύθυνση, το ΥΠΠΟΑ οφείλει να προχωρήσει στην κατάργηση της διάταξης για μακροχρόνια εξαγωγή ευρημάτων από αρχαιολογικά μουσεία στο εξωτερικό (η διάταξη του Ν. 4761 που επιτρέπει την εξαγωγή συλλογών Μουσείων για 50 έτη) και να προχωρήσει άμεσα στην κατάρτιση και έγκριση του καταλόγου με τα αμετακίνητα ευρήματα των ελληνικών κρατικών αρχαιολογικών Μουσείων, όπως ζητεί με ψήφισμά της η Γενική Συνέλευση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων της 13/5/2022» καταλήγει η ανακοίνωση.
naftemporiki.gr