«Η κοινωνική δυσφορία και αγανάκτηση είναι πολύ μεγάλη για την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η οποία διαλύει την καθημερινότητα της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτών, έχοντας προκαλέσει γενικευμένη οικονομική -και όχι μόνο- ασφυξία», δήλωσε σε συνέντευξή της, η βουλευτής Επικρατείας και τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, Έφη Αχτσιόγλου.
Μιλώντας στο “Κόκκινο 91,4 fm” της Θεσσαλονίκης, ανέφερε ότι «Αυτή η δυσφορία πρέπει να εκφραστεί με πολιτικούς όρους. Καλούμε τους πολίτες να συμμετάσχουν την Κυριακή στις εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ–Π.Σ. στέλνοντας το μήνυμα ότι οι μέρες της κυβέρνησης τελειώνουν και δεν μπορεί να συνεχίσει να ασκεί πολιτική χωρίς να πληρώσει τον λογαριασμό.
Ταυτόχρονα, και αυτό είναι το πιο σημαντικό, η συμμετοχή στις εκλογές της Κυριακής εκφράζει την πεποίθησή ότι πρέπει και μπορεί να υπάρξει πολιτική αλλαγή, μία άλλη πορεία για τη χώρα. Με μία κυβέρνηση προοδευτική, αριστερή, δημοκρατική που θα δώσει προοπτική για τους εργαζόμενους, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τους νέους, τους συνταξιούχους. Έχει μια διπλή λοιπόν πολιτική σημασία η συμμετοχή στις εκλογές της Κυριακής».
«Η κυβέρνηση λειτουργεί προς όφελος συγκεκριμένων συμφερόντων που αισχροκερδούν στην αγορά της ενέργειας, δεν είναι απλώς αναποτελεσματική και αποτυχημένη για την προστασία των πολιτών, αλλά έχει καταντήσει επικίνδυνη», τόνισε, ενώ σχολιάζοντας τον υπολογισμό των υπερκερδών των εταιρειών ενέργειας ανέφερε ότι «η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε βρίσκεται στα όρια του μαγειρέματος, γατί, όπως και η ίδια η ΡΑΕ ομολογεί, υπάρχουν σαφείς υποδείξεις και οδηγίες που δόθηκαν από την κυβέρνηση, η οποία κάνει κυριολεκτικά τα αδύνατα δυνατά για να μειώσει το ποσό των υπερκερδών. Η μόνη της έγνοια είναι να φανεί ότι οι εταιρείες δεν είχαν υπερκέρδη, μην τυχόν τα φορολογήσει και τις θίξει».
Η κ. Αχτσιόγλου σημείωσε ότι θέση του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. είναι πως «έπρεπε ήδη το κράτος να έχει παρέμβει με ρυθμιστικό τρόπο, να έχει θέσει πλαφόν στην τιμή του ρεύματος και άρα πλαφόν στα κέρδη των εταιρειών ενέργειας», ώστε «να μην υπάρχει λειτουργία καρτέλ, σώρευση υπερκερδών και μεταβίβαση του τεράστιου κόστους στους καταναλωτές», επίσης «τα πραγματικά υπερκέρδη -που δεν έπρεπε να έχουν υπάρξει- να φορολογηθούν για να επιστραφούν με δίκαιο τρόπο στους πολίτες».
Υπογράμμισε, τέλος, ότι «η κατάσταση για τα νοικοκυριά είναι δραματική, δίνουν σχεδόν όλο το εισόδημά τους για λογαριασμούς ενέργειας και στη συνέχεια δεν μπορούν να καλύψουν ούτε τα στοιχειώδη. Πέραν των παρεμβάσεων στην αγορά ενέργειας, χρειάζεται μείωση του ΕΦΚ καυσίμων και του ΦΠΑ στα τρόφιμα. Χρειάζεται πολιτική αύξησης των μισθών -και του κατώτατου και στα άλλα επίπεδα- με παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας και με συλλογικές συμβάσεις, ώστε να ανακτήσουν την αγοραστική τους δύναμη».