Αδιάφθορος σημαίνει μοναχικός. Η ταινία του Αλεξέι Γκερμάν Τζούνιορ αποτελεί και την πιο ενδιαφέρουσα στιγμή αυτής της κινηματογραφικής εβδομάδας.
Από τον Άκη Καπράνο
«Κατ’ Οίκον Περιορισμός»
Το φθινόπωρο του 1933 ο ποιητής Όσιπ Μαντελστάμ έγραψε το ποίημα «Επίγραμμα του Στάλιν», το οποίο ανέγνωσε σε λίγες και μικρές ιδιωτικές συγκεντρώσεις στη Μόσχα. Ένα ποίημα τόσο σκληρό (όπου, μεταξύ άλλων, παρομοίαζε το μουστάκι του Στάλιν με «σμήνος γελαστών κατσαρίδων») που οδήγησε στη σύλληψη και την εξορία του. Ο ποιητής κατόρθωσε να εγκατασταθεί στην πόλη Βορόνεζ, αλλά το 1938 συνελήφθη ξανά, κατηγορούμενος για «αντεπαναστατικές δραστηριότητες», για να πεθάνει λίγους μήνες μετά, σε στρατόπεδο μεταγωγών. Ακούγεται παράδοξο, να πεθαίνει κανείς για την ποίηση του αλλά θα μπορούσε να πει κανείς πως «ήταν άλλα χρόνια εκείνα». Κι όμως, το 2014 δυο Ρώσοι λογομάχησαν για το αν η ποίηση είναι ανώτερη της πεζογραφίας, μέχρι που ο (υπερβολικά, όπως αποδείχθηκε) ένθερμος υποστηρικτής της ποίησης, δολοφόνησε τον δεύτερο με ένα μαχαίρι.
Δεν παίζουν με την ποίηση στη Ρωσία.
Και ο Αλεξέι Γκερμάν Τζούνιορ παρομοιάζει τον καθηγητή ήρωα του με τον ποιητή Μεντελστάμ, στην τελευταία του ταινία με τίτλο «Κατ' Οικον Περιορισμός» που είναι μακράν η πιο ενδιαφέρουσα αυτής της εβδομάδας. Το στόρι; Ένας καθηγητής πανεπιστημίου καταγγέλλει τη δημοτική αρχή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ανεβάζει μάλιστα και ένα σατιρικό σκίτσο που αναπαριστά τον Δήμαρχο να ερωτοτροπεί με μια… στρουθοκάμηλο. Έτσι, βρίσκεται κατηγορούμενος ο ίδιος για διασπάθιση δημόσιου χρήματος και τίθεται σε κατ’ οίκον περιορισμό. Η ημερομηνία της δίκης του πλησιάζει. Ο καθηγητής πρέπει να αποδείξει, εκτός από την ενοχή του Δημάρχου και τη δική του αθωότητα. Μέχρι τότε, η ζωή του (ή ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτή) θα μετατραπεί σε μια μικρή κόλαση:
Η υγεία του αρχίζει να παίρνει την κάτω βόλτα. Τρώει ξύλο από εισβολείς-κομματόσκυλα. Η γιατρός που τον φροντίζει θα τον ενημερώσει κάποια στιγμή πως δεν μπορεί να τον κουράρει πια. Του ζητά μάλιστα να ομολογήσει την ενοχή του – για κάτι που δεν έκανε ποτέ – ούτως ώστε να τον περιθάλψουν όπως του αρμόζει. Το βραχιολάκι στο πόδι τον εμποδίζει ακόμα και από το να κάνει ένα μπάνιο (τον τινάζουν τα ηλεκτροσόκ). Τα υδραυλικά στο σπίτι του σπάνε, η διαρροή είναι μεγάλη. Κάθε άνθρωπος που μπαίνει στο σπίτι, πρέπει να αναμετρηθεί με το μέγα υπαρξιακό δίλλημα του καθηγητή – ακόμα και ο υδραυλικός. Άλλωστε, η σύζυγος του τον έχει εγκαταλείψει, η κόρη του δε θέλει ούτε να τον ακούει, και η μητέρα του, του υπενθυμίζει διαρκώς την ανωριμότητα του.
Γιατί βλέπετε, ο ήρωας μας δεν είναι ο πανάγαθος μάρτυρας που θα περίμενε κανείς σε μια τέτοια ιστορία. Ναι, θέλεις να κερδίσει, αλλά ενίοτε σου σπάει και τα νεύρα.
Ο πρωταγωνιστής Μεράμπ Νινίτζε (συχνός συνεργάτης του Γκερμάν Τζ.) είναι απολαυστικός στον πρώτο ρόλο, ενσαρκώνοντας «ένα δεκάχρονο παιδί, στο σώμα ενός διανοούμενου» όπως ακούγεται να λέει χαρακτηριστικά – και είναι αυτό ακριβώς. Η δε ταινία, γνήσιο παιδί της covid εποχής (διαδραματίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε ένα διαμέρισμα) χαρακτηρίζεται από πολλούς ως «σάτιρα», αν εξαιρέσω όμως τρεις – τέσσερις φλασιές γνήσιου, δηλαδή, απολύτως «στεγνού» Ρωσικού χιούμορ, μοιάζει να κοντοστέκεται με παγερή στιλπνότητα απέναντι στον παραλογισμό ενός αποδιαρθρωμένου καθεστώτος, οι παθογένειες του οποίου ενδέχεται να σας θυμίσουν πολλά. Γυρισμένη προσεκτικά (το διαμέρισμα «ντεκουπάρεται» ιδανικά από τον Γκερμάν Τζούνιορ που μοιάζει να έχει μελετήσει προσεκτικά το σινεμά του Ρομάν Πολάνσκι), η ταινία κλείνει με ένα φινάλε που κατορθώνει, την ίδια στιγμή, να είναι πικρό μα και ελπιδοφόρο.
Το κορίτσι με το βραχιόλι Η ενοχή της νεότητας
Η ταινία ξεκινά με ένα γενικό, ειδυλλιακό πλάνο μιας παραλίας, όπου η 16χρονη Λιζ περνάει τη μέρα της μαζί με την οικογένειά της, μέχρι που καταφτάνει η αστυνομία: Η Λιζ θα συλληφθεί για την άγρια δολοφονία της καλύτερής της φίλης. Δυο χρόνια μετά, η ενήλικη πια Λιζ είναι σε κατ’ οίκον περιορισμό στο πατρικό της ενώ προετοιμάζεται για την επικείμενη δίκη, φορώντας ταυτόχρονα ηλεκτρονικό βραχιολάκι επιτήρησης (η δεύτερη φορά που μας απασχολεί ένα παρόμοιο θέμα, την ίδια εβδομάδα!).
Το ιντριγκαδόρικο κομμάτι του σεναρίου δεν αφορά τα στοιχεία της δικαστικής υπόθεσης. Δεν είναι καν αρκετά για να στοιχειοθετηθεί μια ετυμηγορία εις βάρος της. Τότε τι είναι αυτό που την καθιστά ύποπτη; Η ίδια της η στάση: μια ψυχραιμία που κινείται στα όρια της απάθειας, της αδιαφορίας. Ακόμα και οι γονείς της μοιάζουν αβέβαιοι. Περιμένουν μια δικαστική απόφαση που θα επικυρώσει την επιτυχία ή την αποτυχία τους ως γονείς.
Κινηματογραφημένο σε ρυθμούς δικαστικού δράματος, επί της ουσίας πρόκειται για μια ταινία ενηλικίωσης (αυτό που οι Αμερικάνοι ονομάζουν coming-of-age) αλλά και για ψυχογράφημα απ’ αυτά που κάνουν καλά οι Γάλλοι (κι ας πρόκειται για ριμέικ ενός δράματος εξ Αργεντινής): Κάτω από το φαινομενικά παγωμένο βλέμμα της ηρωίδας αισθάνεσαι τις συσπάσεις ενός ολόκληρου σύμπαντος, έτοιμου να εκραγεί. Και ο Στεφάν Ντεμουστιέ, σκηνοθέτης αυτού του περίτεχνα – αν και «παγωμένα» - γυρισμένου φιλμ, μοιάζει να αμφισβητεί τόσο τη φύση της αθωότητας, όσο και αυτή της ενοχής: Το αριστουργηματικό, όσο και διφορούμενο φινάλε αφήνει πίσω του έναν σιωπηλό σπαραγμό.
Eπιχείρηση Κιμάς Κατασκοπία και ρομάντζο
Είναι Απρίλης του 1943 και ένας ψαράς εντοπίζει ένα πτώμα να επιπλέει στις ακτές της Ισπανίας. Σύντομα διαπιστώνεται ότι πρόκειται για Βρετανό ταγματάρχη, που φέρει πάνω του άκρως απόρρητα συμμαχικά σχέδια εισβολής. Μόνο που ο ταγματάρχης αυτός δεν υπήρξε ποτέ. Το πτώμα ανήκε σε έναν πεθαμένο άστεγο και όλα τα έγγραφα είναι πλαστά. Αυτή η καλοστημένη παγίδα, δόλωμα για τους Ναζί, εξαπάτησε τους επικεφαλής της γερμανικής αντικατασκοπείας, έστειλε τα γερμανικά στρατεύματα να βολοδέρνουν σε λάθος κατευθύνσεις, και έσωσε χιλιάδες ζωές πείθοντας τους Γερμανούς ότι, αντί για τη Σικελία, τα συμμαχικά στρατεύματα σκόπευαν να εισβάλουν στην Ελλάδα.
Απολύτως αληθινή, όσο και σουρεαλιστική ιστορία, που δεν μεταφέρεται πρώτη φορά στον κινηματογράφο: Έχει προηγηθεί η ταινία «Ο Άνθρωπος που δεν Υπήρξε Ποτέ» (1956) του Ρόλαντ Νιμ. Τούτη εδώ φέρει την υπογραφή του Τζον Μάντεν, περισσότερο γνωστός για τις ταινίες «Ερωτευμένος Σέξπιρ» και «Το μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι». Δυστυχώς, ο Μάντεν ενδιαφέρεται περισσότερο για το ρεαλιστικό και λιγότερο για το σουρεαλιστικό aspect της ιστορίας που τον απασχολεί – μετατρέποντας το σε χλιαρό ρομάντζo. Όλα διακατέχονται από μια υποτονικότητα, αρκούντως «φλεγματική» μεν αλλά και εξαιρετικά άνευρη, ειδικά σε σχέση με το θέμα της. Ναι, μαθαίνουμε πολλά, αλλά δεν ψυχαγωγούμαστε. Κρίμα δεν είναι;
Πύρινη Οργή Τζούφιο θρίλερ
Ο Άντι και η Βίκι γνωρίζονται κατά τη διάρκεια της θητείας τους ως πειραματόζωα, ενόσω είναι ακόμη φοιτητές. Το πείραμα στο οποίο υποβάλλονται καλύπτεται από μυστήριο και φαίνεται να έχει σχέση με τις ψυχικές δυνατότητες τους. Μετά από χρόνια, αποκτούν μια κόρη, την Τσάρλι. Ανακαλύπτουν ότι το παιδί τους έχει την ικανότητα να ανάβει φωτιές μόνο με τη σκέψη της – συχνά μάλιστα δείχνει να μην μπορεί να ελέγξει τις δυνάμεις της.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ μεταφέρεται στο σινεμά: Έχει προηγηθεί το φιλμ «Εξουσία Πυρός» του Μάρκ Λεστερ, με τους Ντρου Μπάριμουρ, Ντέιβιντ Κιθ και Τζορτζ Σ. Σκοτ. Παραγωγή της Cannon, είχε προκαλέσει τότε μεγάλη δυσφορία στους οπαδούς του Κινγκ, και ομολογουμένως δεν ήταν και κανένα αριστούργημα. Αν και μοιάζει όντως με αριστούργημα μπροστά σε αυτό το κάκιστο ριμέικ όπου όλα έχουν πάει λάθος: Δεν υπάρχει η παραμικρή αίσθηση αγωνίας πουθενά. Η ταινία μοιάζει γυρισμένη βιαστικά, μονταρισμένη άτσαλα, ερμηνευμένη χωρίς πάθος, από ένα επιτελείο τεχνικών που απλά «έκαναν τη δουλειά τους» αδιαφορώντας ολοκληρωτικά για το τελικό αποτέλεσμα. Πραγματικά, δεν περιγράφεται αυτό το χάλι.
Επίσης Στη συμπαθητική Ισπανική κομεντί «Οι γείτονες από πάνω» έχουμε μια κλασσική περίπτωση κωμικού κοντράστ: Δυο ζευγάρια, ένα «κουρασμένο», και ένα νεαρό (και αρκούντως ερωτικό, αν κρίνουμε από τους αναστεναγμούς τους), που ζουν στην ίδια πολυκατοικία. Ο Χαβιέ Καμάρα είναι όπως πάντα υπέροχος, ενώ οι ολοφάνερες θεατρικές «ρίζες» του πρωτότυπου κειμένου δεν ενοχλούν. Βγαίνει επίσης και το γαλλικό θρίλερ «Το μαύρο κουτί» ενώ σε επανέκδοση μπορείτε να δείτε το «Nayak: Ο ήρωας», μια από τις λιγότερο γνωστές σήμερα ταινίες του σπουδαίου Ινδού Σατγιαζίτ Ράι.