Της Χριστίνας Χρυσανθοπούλου
Η ιστορία του Απατεώνα του Tinder μεταφέρθηκε από την αρένα της πραγματικότητας στην τηλεοπτική σειρά του Netflix και πρόσφατα επανήλθε ως είδηση με αποχρώσεις γαλανόλευκες.
Μια Ελληνίδα αυτή τη φορά έπεσε θύμα «μεγαλογιατρού» του εξωτερικού που, πουλώντας της διαδικτυακό έρωτα, επί μακρόν, συστηματικά και μεθοδευμένα, κατάφερε να της αποσπάσει 130.000 ευρώ. Στην υπόθεση, που έχει πάρει τον δρόμο της δικαιοσύνης, εμπλέκεται μια ακόμη γυναίκα που, ούσα στο κόλπο, τροφοδοτούσε το θύμα με εχέγγυα, διαβεβαιώσεις και όλα όσα απαιτούσε η απάτη για να υλοποιηθεί. Και υλοποιήθηκε. Με κόστος όλες τις οικονομίες των γονιών της κοπέλας.
Παρακολουθώντας την ιστορία, το ερώτημα ξεπηδάει από το στόμα αντανακλαστικά: Πώς ένας νοήμων άνθρωπος μπορεί να πλανηθεί τέτοιαν θηριώδη πλάνη; Η πρώτη και επίμονη σκέψη είναι πως πρόκειται για γυναίκες αφελείς, απελπισμένες και οπωσδήποτε ανόητες. Ποιος δεν θα καταλάβαινε ότι επρόκειτο για εξαπάτηση; Αν όχι από την αρχή, έστω σε κάποια φάση της…αφαίμαξης;
Λογική η ρητορική απορία ως αρχική αντίδραση.
Αν σκαλίσεις όμως λίγο κάτω από την επιφάνεια των γεγονότων, όσα υπάρχουν σε κάνουν να σκέφτεσαι πως όχι, δεν είναι η αφέλεια και σίγουρα όχι η ανοησία που βάζει στο χέρι το λευκό χαρτί της εμπιστοσύνης σε μια γνωριμία. Ακόμη και αν αυτή γίνεται υπό όρους διαδικτυακούς.
Σε έναν κόσμο που η μοναξιά ματώνει, σε μια κοινωνία ατομικιστική με μέλη απομονωμένα, περιχαρακωμένα και εμποτισμένα την άγονη τις περισσότερες φορές εσωστρέφεια, σε εποχές που το σχετίζεσθαι έχει γίνει πολύπλοκος αλγόριθμος, ο οποιοσδήποτε χλευασμός κατά των εξαπατημένων αυτών γυναικών γίνεται φωνή χωρίς ήχο.
Η κατηγορία περί ανοησίας αδυνατεί να ορθοπατήσει και, αν το κάνει, η αιχμή της στρέφεται κατά της πιο αδιαπραγμάτευτης, πανανθρώπινης ανάγκης. Για αποδοχή, για τρυφερότητα και για αγάπη. Και όποιος δεν αφεθεί να πλανηθεί για χάρη τους, ας πάρει φόρα να ρίξει τον λίθο του αναμάρτητου.