Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Μία γυναίκα διώκεται για τη δολοφονία του ίδιου της του παιδιού. Άκρως ύποπτες οι συνθήκες θανάτου και των άλλων δύο παιδιών της. Φρίκη. Σοκ. Οργή. Αηδία. Ή ακόμη και άρνηση. Όλα τα συναισθήματα μπορούν να δικαιολογηθούν για κάτι που- αν αποδειχθεί στο δικαστήριο- θα είναι το έγκλημα του αιώνα.
Η κοινή γνώμη παρακολουθεί συγκλονισμένη, αλλά και «εθισμένη» στις αποκαλύψεις, στις «ανατροπές», σαν να βλέπει ένα καλογυρισμένο θρίλερ. Θέλει να μάθει λεπτομέρειες, να ακούσει μαρτυρίες, ερμηνείες, πιθανά κίνητρα από ειδικούς, γείτονες, καλά γνώστες ή και ανθρώπους που δεν θα μπορούσαν να έχουν την παραμικρή ιδέα για την υπόθεση.
Όλα αυτά είναι βεβαίως δικαιολογημένα. Αυτό που είναι πιο δύσκολο να κατανοήσει κανείς είναι το πλήθος έξω από το σπίτι της κατηγορουμένης στην Πάτρα, την ώρα που εκείνη βρισκόταν στη ΓΑΔΑ. Όχι γιατί δεν έχουμε ξαναδεί αντιδράσεις όχλου, το σύνδρομο της αρένας, ανθρώπους που είναι έτοιμοι να εφαρμόσουν τον νόμο του Λυντς. Αυτά δυστυχώς δεν έχουν αλλάξει πολύ ανά τους αιώνες. Το αξιοσημείωτο είναι μάλλον πως όσοι βρέθηκαν έξω από το σπίτι της κατηγορουμένης κρατούσαν στο χέρι τους ένα κινητό με την κάμερα ανοιχτή. Για να μαγνητοσκοπήσουν ποιον άραγε; Να καταγράψουν τι;
Μα για να έχουν απλά ένα ντοκουμέντο, να πουν «ήμουν κι εγώ εκεί». Να εξασφαλίσουν μία φωτογραφία, ένα βίντεο που θα μπορούν να ανεβάσουν, συνοδεύοντάς το από δηλώσεις οργής, κατάρες ή και βαρύγδουπες αναλύσεις στα social media. Έχουν στα χέρια τους ένα «όπλο», που θα τους δώσει ακολούθους, likes, χιλιάδες αντιδράσεις και σχόλια. Διεκδικούν και αυτοί τα δικά τους λεπτά δημοσιότητας, το «μπράβο», την αποδοχή από εκείνους που πιστεύουν ότι είναι δική τους δουλειά να δικάσουν το «τέρας».
Αν κάποιος την καταλαβαίνει καλά αυτή την ανάγκη τους για προβολή, είναι μάλλον η ίδια η κατηγορούμενη. Κάτι αντίστοιχο δεν έκανε και εκείνη; «Σας έχω θυμώσει γιατί αφήσατε άδεια την αγκαλιά μου» έγραφε λίγο μόνο μετά τον θάνατο του τρίτου παιδιού της στον λογαριασμό της στο Facebook, όπου είχε ανεβάσει φωτογραφίες από τα τρία αγγελούδια. Εντάξει, στην εποχή των social media έχουμε μάθει να «μοιραζόμαστε» με «φίλους» τον πόνο και τις αγωνίες μας. Πολλές φορές αυτό βοηθάει.
Αλλά όλα έχουν ένα όριο. Γιατί πού βρίσκει κουράγιο και μυαλό ένας γονιός για αναρτήσεις, τη στιγμή που χάνει και το τρίτο παιδί του; Είναι η ανάγκη να μοιραστεί τον πόνο ή μία ένδειξη ότι έχουμε να κάνουμε με έναν νάρκισσο, που θέλει μέσα από τα emoticons αγάπης, τα σχόλια συμπαράστασης, τα εκατοντάδες shares να χριστεί ήρωας μιας τραγωδίας;
Η συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι βεβαίως μοναδική. Την είδαμε σε έναν βαθμό και με τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο, τον καθ ομολογία δολοφόνο της Κάρολαϊν Κράουτς. Ακόμη περισσότερες ομοιότητες έχει μία υπόθεση του εξωτερικού, αυτή της Ντι Ντι Μπλάσαρντ, που δηλητηρίαζε την κόρη της, Τζίπσι, με ισχυρά φάρμακα σε βαθμό που της έπεσαν τα μαλλιά και τα δόντια. Την υποχρέωνε επίσης να είναι καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι, ενώ μπορούσε να περπατήσει, και να φέρεται σαν μωρό, ακόμη και όταν ήταν πια στην εφηβεία. Και εκείνη ατάραχη ανέβαζε καθημερινά φωτογραφίες στα social media από τον «Γολγοθά» αυτόν που βίωνε με «υπομονή, αγάπη και δύναμη» ως «ιδανική μητέρα». Για να προκαλέσει τη λύπηση, την προσοχή, την ψυχολογική και υλική συμπαράσταση. Την περίπτωση της Ντι Ντι Μπλασάρντ οι ψυχίατροι την ονομάζουν Σύνδρομο Μινχάουζεν δια αντιπροσώπου.
Η Τζίπσι έζησε. Aλλά έφτασε στον φόνο. Σκότωσε τη μάνα – τύραννο και τιμωρήθηκε πηγαίνοντας στη φυλακή. Όταν της ζήτησαν κάποια στιγμή σε συνέντευξη να προσπαθήσει να εξηγήσει γιατί η μητέρα της την υπέβαλε σε όλα αυτά τα βασανιστήρια, είπε. «Δεν ξέρω ακριβώς. Αλλά δεν έβγαζε μόνο χρήματα από αυτό. Έπαιρνε και από τον κόσμο πολλή αγάπη και likes».