Του Γιάννη Μυλόπουλου, Καθηγητή ΑΠΘ
Στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών οι προοδευτικές κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας διεκδίκησαν, χτύπησαν το χέρι στο τραπέζι και κέρδισαν τελικά προνόμια υπέρ των δοκιμαζόμενων από την ακρίβεια λαών τους.
Μεταξύ αυτών που κέρδισαν είναι η δυνατότητά τους να θέτουν πλαφόν στις τιμές, ώστε να ελέγχονται και να περιορίζονται οι ανατιμήσεις. Μια πολιτική από την οποία κερδίζουν οι καταναλωτές και χάνουν οι κερδοσκόποι, που βλέπουν τα υπερκέρδη τους να περιορίζονται.
Και επιπλέον, οι κυβερνήσεις της Ιβηρικής κέρδισαν τη δυνατότητά τους να μειώνουν τους Φόρους Κατανάλωσης των καυσίμων και τους Φόρους Προστιθέμενης Αξίας των προϊόντων πρώτης ανάγκης. Μια πολιτική από την οποία και πάλι κερδίζουν οι καταναλωτές, που θα πληρώνουν πλέον φτηνότερα το ρεύμα, τα καύσιμα και τα προϊόντα στα σούπερ μάρκετς και χάνει αντιστοίχως το δημόσιο, που θα εισπράττει λιγότερα έσοδα.
Όσον αφορά στις απώλειες των δημοσίων εσόδων από τη μείωση της φορολογίας, την οποία η ελληνική κυβέρνηση προφασίζεται για να μην προχωρήσει σε αυτό το μέτρο αντιμετώπισης της ακρίβειας, ένα κράτος μπορεί να τις ισοφαρίσει, φορολογώντας τα υπερκέρδη των κερδοσκόπων της αγοράς που όλο αυτό τον καιρό κερδίζουν δις ευρώ από τις ανεξέλεγκτες ανατιμήσεις.
Η πολιτική αυτή ωφελεί αναφανδόν τους αδύναμους οικονομικά, αφού το κοινωνικό κράτος δεν θα χάσει έσοδα και θα συνεχίσει να εξοπλίζει και να στελεχώνει δημόσια νοσοκομεία, σχολεία και πανεπιστήμια, αλλά και να εκτελεί δημόσια έργα και να κατασκευάζει δρόμους και γέφυρες, όπως και να ενισχύει και να βελτιώνει τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς.
Η φορολόγηση των κερδοσκόπων που κερδίζουν από τις ανατιμήσεις της ενέργειας και των προϊόντων σε βάρος των καταναλωτών που επωμίζονται τα βάρη της ακρίβειας είναι δίκαιη κοινωνικά, γιατί ωφελεί τους πολλούς και περιορίζει τα κέρδη εκείνων που ελέγχουν την ενεργειακή αγορά.
Οι προοδευτικές κυβερνήσεις της Ιβηρικής, παρεμβαίνοντας ρυθμιστικά στις εσωτερικές αγορές τους λειτούργησαν υπέρ των καταναλωτών, με έναν τρόπο που ενώ δεν ζημίωσε τα έσοδα του δημοσίου, μείωσε όμως τα κέρδη από την κερδοσκοπία.
Σε αντίθεση με τις κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας η ελληνική κυβέρνηση, μη επεμβαίνοντας στην αγορά με πρόσχημα ότι αυτή θα… αυτορυθμιστεί, δεν έκανε τίποτε για να ελέγξει τις ανατιμήσεις.
Επιδότησε με 13 μόλις ευρώ το μήνα τους ασθενέστερους από τους πληττόμενους, ένα μέτρο που στην πραγματικότητα μετακύλησε την επιδότηση στους κερδοσκόπους. Την ενεργειακή αγορά όμως την άφησε ανεξέλεγκτη, στο έλεος των κερδοσκόπων.
Η αυτορρύθμιση της αγοράς στηρίζεται στον ελεύθερο ανταγωνισμό. Η εσωτερική αγορά της ενέργειας όμως δεν πρόκειται να λειτουργήσει ποτέ υπέρ των καταναλωτών, ρίχνοντας από μόνη της τις τιμές, επειδή έχει ρυθμιστεί θεσμικά από την κυβέρνηση κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξουδετερωθεί ο ανταγωνισμός και να ευνοείται στο διηνεκές η κερδοσκοπία.
Αφού στο ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας, στο οποίο οι τιμές καθορίζονται δεσμευτικά στο ύψος της ακριβότερης ενεργειακής πηγής, σκοπίμως εισήχθη το 100% της παραγόμενης ενέργειας. Έτσι ώστε ακόμη και η φτηνότερη ενεργειακή πηγή να τιμολογείται υποχρεωτικά σύμφωνα με την ακριβότερη τιμή, που είναι εκείνη του φυσικού αερίου. Μια ρύθμιση που ουσιαστικά θεσμοθετεί την κερδοσκοπία.
Σε πλήρη αντίθεση βρίσκονται τα Χρηματιστήρια Ενέργειας των υπολοίπων ευρωπαϊκών κρατών, που έχοντας εισαγάγει ποσοστά της συνολικά παραγόμενης ενέργειας χαμηλότερα του 30%, αφήνουν μεγάλα περιθώρια στις τιμές των εκτός Χρηματιστηρίου ενεργειακών πηγών να καθορίζονται με συμφωνίες και συμβόλαια με τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές, στο πνεύμα του υγιούς ανταγωνισμού.
Μοναδικός κερδισμένος αυτής της ρύθμισης του ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας είναι οι 4 επιχειρήσεις ηλεκτροπαραγωγής, στις οποίες τώρα έρχεται να προστεθεί και η ιδιωτική πλέον ΔΕΗ. Οι επιχειρήσεις αυτές, πουλώντας ενέργεια από διάφορες πηγές σε τιμές φυσικού αερίου, πολλές φορές δηλαδή πάνω από το πραγματικό κόστος παραγωγής, μετρούν υπέρογκα αφορολόγητα υπερκέρδη.
Η ενεργειακή κρίση έριξε τις μάσκες. Η ήττα των Βρυξελλών για την ελληνική κυβέρνηση, η οποία επέστρεψε από τη Σύνοδο Κορυφής με άδεια χέρια, σε αντίθεση με τα κέρδη των κυβερνήσεων της Ιβηρικής που διαπραγματεύτηκαν, αποκάλυψε την αλήθεια. Και έδειξε τι περιθώρια παρέμβασης έχει στην αγορά μια προοδευτική κυβέρνηση που έχει τη βούληση να υπερασπιστεί τους πολίτες απέναντι στις κερδοσκοπικές κινήσεις σε εποχές ενεργειακής κρίσης.