«Η πολιτική της κυβέρνησης στο ζήτημα της ακρίβειας έχει αποδειχτεί από τα πράγματα αποτυχημένη», τόνισε η Έφη Αχτσιόγλου στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής.
Η κυβέρνηση, αφενός «επέλεξε να επιδοτήσει και να τροφοδοτήσει την αισχροκέρδεια των καρτέλ που λειτουργούν στην αγορά ενέργειας», αφετέρου «ανακοινώνει μέτρα αναποτελεσματικά και ανεπαρκή, που έχουν χλευαστεί ήδη από την κοινωνία. Με 13 ευρώ κουπόνι για βενζίνη δεν προστατεύεται κανείς», πρόσθεσε.
Η κ. Αχτσιόγλου υπογράμμισε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. έχει προτείνει να μπει πλαφόν, στα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου, να μπει πλαφόν στα κέρδη των παραγωγών ενέργειας που είναι πολλαπλάσια όλη αυτή την περίοδο, όμως η κυβέρνηση δεν το κάνει. Εδώ δεν υπάρχει ζήτημα δημοσιονομικού κόστους και είναι ένα μέτρο που θα μπορούσε να προστατεύσει ουσιωδώς τους πολίτες».
Ανέφερε, επίσης, ότι «η κυβέρνηση αρνείται, εδώ και μήνες, να μειώσει τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στα καύσιμα, να μειώσει τον ΦΠΑ σε είδη πρώτης ανάγκης, να αυξήσει τον κατώτατο μισθό στα 800 ευρώ. Είμαστε η μόνη χώρα που ο κατώτατος μισθός είναι κάτω από τα επίπεδα του 2010. Έχει δημιουργηθεί ένα μείγμα συρρικνωμένου εισοδήματος και εκρηκτικής ακρίβειας».
Υπογράμμισε, παράλληλα, ότι «η ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης που έκανε η κυβέρνηση κοστίζει 1,5 δισ. τον χρόνο. Η μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα καύσιμα κοστίζει 1,5 δισ. για έναν χρόνο. Άρα δεν είναι ζήτημα δημοσιονομικού χώρου, είναι ζήτημα πολιτικών προτεραιοτήτων».
Για τις αλλαγές στον ΕΝΦΙΑ σημείωσε ότι «επίκεντρό τους είναι η κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου, μία ελάφρυνση η οποία αφορά τις ανώτατες περιουσίες και ευνοεί ελάχιστους, αυτό είναι το στίγμα».
Κατήγγειλε, τέλος, ότι «η κυβέρνηση σκοπίμως κάνει συγκρίσεις με το 2018, αποκρύπτοντας τη νομοθετημένη από τον ΣΥΡΙΖΑ μείωση του ΕΝΦΙΑ το 2019, κατά 30% για χαμηλές περιουσίες και 10% μεσοσταθμικά».