Μετά τον Γιανγκ

Κυριακή, 13 Μαρτίου 2022 15:25
UPD:15:52
A- A A+

Ένα new age δράμα επιστημονικής φαντασίας, ελκυστικό στην pop εικονογραφία του, αλλά και συνεπές στον μυστικιστικό του τόνο, βγήκε αθόρυβα την περασμένη Πέμπτη στις αίθουσες, και αξίζει να βρει το κοινό του.

Από τον Άκη Καπράνο

Ο Τολστόι ισχυριζόταν πως «η ζωή είναι το παν», και ο Βούδας πως «τα πάντα στη ζωή είναι πόνος». Με αυτές τις δυο ρήσεις κατά νου, θα είχε πλάκα να επιχειρήσει κανείς να ξαναδεί το «Τρένο της Μεγάλης Φυγής» σε σκηνοθεσία Αντρέι Κοντσαλόφσκι σε σενάριο Ακίρα Κουροσάβα, αλλά σήμερα μας απασχολεί η ταινία του Κογκονάντα «Μετά τον Γιανγκ». Η οποία κάνει κάτι που εκτιμώ πολύ: Καταπιάνεται με ζητήματα περίπλοκα και δαιδαλώδη, δίχως την αλαζονική πρόθεση να τα απαντήσει. Στοιχείο κοινό με το σινεμά του Γιαζουχίρο Όζου τον οποίο ο Κογκονάντα λατρεύει, και εδώ, σε έναν καμβά επιστημονικής φαντασίας, δανείζεται κάτι από την αρχιτεκτονική του Όζου σε ένα φιλμ μυστικιστικό όσο και εξωστρεφές. Ξεκινά μάλιστα κι από μια γνώριμη αφετηρία: Κάπου στο απροσδιόριστο μέλλον, μια οικογένεια ζει παρέα με το αγαπημένο ανδροειδές που συντροφεύει την κόρη τους – μέχρι που το τελευταίο παθαίνει βλάβη (όπως συμβαίνει και στο «Artificial Intelligence» του Στίβεν Σπίλμπεργκ).

Θα μου πείτε, sci-fi και Όζου; Μα εδώ και καιρό οι γνωστές προβληματικές της επιστημονικής φαντασίας δείχνουν να απασχολούν και καλλιτέχνες έξω από το φάσμα της (ανάλογο το στόρι και στο τελευταίο μυθιστόρημα του σπουδαίου Καζούο Ισιγκούρο «Η Κλάρα και ο Ήλιος» - ένας συγγραφέας που ουδέποτε ταυτίστηκε με το είδος). Και πως να μην τους απασχολούν, τώρα που η πραγματικότητα δείχνει να τρέχει σε ρυθμούς που αδυνατούμε να ακολουθήσουμε, προς κατευθύνσεις αμετάκλητα δυσοίωνες. Το παρόν ήδη μοιάζει κάπως φουτουριστικό. Γι’ αυτό και δεν χρειάζονται πολλά: Η χειρουργικής ακρίβειας καλλιτεχνική διεύθυνση του φιλμ αφήνει έναν μελλοντολογικό (και λίγο Greek weird!) αέρα, αλλά δεν εκπίπτει ποτέ στον φετιχισμό. Αν όμως ο Κιούμπρικ (ως σεναριογράφος του «A.I.») παρακολουθούσε την πορεία μιας μηχανής προς τον εξανθρωπισμό της, ο Κογκονάντα δείχνει να ενδιαφέρεται εξίσου και για τους ανθρώπους του φουτουριστικού παρόντος μας που μοιάζουν να διαγράφουν μια αντίστροφη πορεία, σε μια ελεγειακών τόνων ταινία που αγκαλιάζει σφιχτά τη βουδιστική φιλοσοφία. Επίσης, όπως ακριβώς θα έκανε ο Όζου, καταγράφει τις μεταβολές μιας μελλοντικής κοινωνίας, αποκλειστικά μέσω της απεικόνισης του οικογενειακού της πυρήνα.

Εδώ το twist: Τα χαλασμένα ανδροειδή πρέπει να παραδίδονται στο κράτος για ανακύκλωση, μόνο που στον «πυρήνα» του Γιανγκ είναι καταγεγραμμένα όλα όσα έζησε συντροφεύοντας την οικογένεια της Κίρα και του Τζέικ. Και ο τελευταίος, ένας ιδιοκτήτης τεϊοποτείου που μοιάζει να αναζητά στο τσάι μια αρμονία χαμένη από καιρό, αποφασίζει να παραδώσει τον χαλασμένο Γιανγκ σε έναν σκιώδη μάστορα που κατορθώνει να χακάρει το σύστημα και να εξορύξει τον πολύτιμο «πυρήνα». Τώρα πια, το υλικό αυτό είναι στα χέρια του. Και όπως θα έκανε κανείς με ένα στικάκι usb, συνδέει τον πυρήνα στο τηλεοπτικό του σύστημα όπου και παρακολουθεί τη ζωή μέσα από τα μάτια του Γιανγκ. Έχει δηλαδή την πρώτη του επαφή με μια ματιά που έρχεται έξω από αυτόν. Μια ματιά που, καθώς προέρχεται από μια μηχανή δεν μπορεί να είναι ανθρώπινη – άρα ούτε και ανθρωπιστική. Κάλλιστα όμως μπορεί να είναι υπαρξιστική.

Ο Κογκονάντα βάζει στην άκρη τι μπορεί να ορίζει την «ανθρωπιά» και τι όχι. Περισσότερο μοιάζει να τον απασχολεί η μεταξύ μας απόσταση. Η αδυναμία μας να συνδεθούμε – με τους άλλους, όσο και με την εσωτερική μας φωνή. Τον απασχολεί και το ζήτημα της πολιτιστικής ταυτότητας: Η οικογένεια της αφροαμερικάνας Κίρα και του λευκού Τζέικ που συμπληρώνεται από ένα υιοθετημένο κορίτσι από την Ασία και ένα ανδροειδές με ασιατικά χαρακτηριστικά (ο Γιανγκ αναρωτιέται εξίσου για το αποτύπωμα της «καταγωγής» του) προσπαθεί να κινηθεί συλλογικά, διατηρώντας όμως ακέραια την ταυτότητα των μελών της, σε ένα άχρωμο μέλλον. Επίσης, τον απασχολεί η τεχνητή νοημοσύνη: Ο Τζέικ ανακαλύπτει πως το ανδροειδές του διατηρούσε σχέσεις και με άλλους ανθρώπους. Αποφεύγοντας τη συνηθισμένη άποψη, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος δεν έχει ελεύθερη βούληση επειδή είναι μια μαριονέτα που δεν αντιλαμβάνεται τα νήματα που την κινούν, ο Κογκονάντα φτιάχνει έναν καθαρά Βουδιστικό μύθο: Ο Τζέικ «φωτίζεται» μέσα από τη ματιά του Γιανγκ. Και ο Φωτισμός του, καταγράφεται από μια γαλήνια αλλά γεμάτη αυτοπεποίθηση σκηνοθετική γραφή που πότε στοχάζεται, και πότε συγκινείται. Ναι, ανά φάσεις όλα μοιάζουν πιο εύπεπτα απ’ όσο θα έπρεπε να είναι, αλλά είπαμε: Το «Μετά τον Γιανγκ» ξέρει πως δεν μπορεί να απαντήσει σε όλα αυτά τα θέματα που «ανοίγει». Και δεν φοβάται να σπάσει και πλάκα που και που, με τον Κόλιν Φάρελ να επιδίδεται κάποια στιγμή σε μια ξεκαρδιστική μίμηση της βαριάς προφοράς του Βέρνερ Χέρτζοκ.

«Σημείο Βρασμού»

Οι υπόλοιπες ταινίες της εβδομάδας:

Ακολουθεί το «Σημείο Βρασμού» του Φίλιπ Μπαραντίνι, μια ανελέητη άσκηση πάνω στο σασπένς όπου παρακολουθούμε, σε μονοπλάνο, τη χαώδη ζωή ενός διακεκριμένου σεφ που καταρρέει: «Λίγος» στις προσωπικές του σχέσεις, βυθισμένος στον εθισμό, δημιουργεί στον εαυτό του το ένα εμπόδιο μετά το άλλο – κι εμείς περιμένουμε να δούμε όχι αν θα ανταπεξέλθει, αλλά αν θα τη βγάλει ζωντανός. Σκηνοθετικά το όλο εγχείρημα έχει ενδιαφέρον, αλλά αυτό δεν αρκεί για να δικαιωθεί το όλο «μαρτύριο». Δεν αρθρώνεται κάτι σημαντικό δηλαδή, για να καταλάβω κι εγώ γιατί θα έπρεπε να υποφέρω τόσο. Θα μου πεις, στον Γκασπάρ Νοέ τι σημαντικό λέγεται; Εκεί, το σημαντικότερο γεγονός όλων είναι η ίδια η ταινία. Ο Μπαραντίνι δε θέλει να προκαλέσει δα και τόσο θόρυβο. Να βρει εύκολα παραγωγό για την επόμενη θέλει.

Στην Ιρανική «Μπαλάντα της λευκής αγελάδας», η ζωή μιας γυναίκας ανατρέπεται όταν μαθαίνει ότι ο σύζυγός της αποδείχτηκε αθώος για το έγκλημα για το οποίο εκτελέστηκε. Πρόκειται για μια πολυσύνθετη σπουδή τόσο πάνω στα νομικά – επώδυνα – παράδοξα του Ιράν αλλά και στη γυναικεία ψυχολογία, μέχρι που το σενάριο αλλάζει τόνο και η ταινία οδεύει σε μια ολοένα και πιο σκοτεινή κατεύθυνση. Θαυμάζεις τον εσωτερικό ρυθμό και τις ερμηνείες, αλλά βλέπεις και τα αδιέξοδα του κάπως βεβιασμένου μύθου.

Mεγάλη «περίπτωση» αποτελεί το «River» της Τζένιφερ Πίντομ με αφήγηση από τον Γουίλεμ Νταφόε, ένα ντοκιμαντέρ στην παράδοση του «Κογιανισκάτσι», για όσους δηλαδή θυμούνται αυτή την θεαματική τριλογία του Γκόντφρεϊ Ρέτζιο. Η κάμερα της Πίντομ ταξιδεύει σε τρεις ηπείρους, παρακολουθεί τα ποτάμια και την ιστορία τους, ενίοτε σε θαμπώνει, συντάσσοντας μια κινηματογραφική γλώσσα που, τελικά, μας είχε λείψει. Ε, και όσο να’ναι, η φωνή του Νταφόε, είναι ταινία από μόνη της.

Τέλος, ευτυχώς που υπάρχει πάντα η Pixar: Το «Πάντα στο κόκκινο» είναι νευρώδες, πανέξυπνο και πολύ, πολύ αστείο. Όπου η 13χρονη Μέιλιν μεταμορφώνεται σε γιγάντιο κόκκινο πάντα στο οποίο μεταμορφώνεται κάθε φορά που την κατακλύζει ένα έντονο συναίσθημα. Θυμίζει σεναριακά πάρα πολύ το Teen Wolf, μόνο που εδώ μας απασχολεί ο εφηβικός κόσμος της Μέιλιν, και η ταινία τον αναπαράγει με ένα κωμικό timing που ενίοτε σε γονατίζει.

Προτεινόμενα για εσάς