Οι φίλοι του κόμικ ήρωα θα περάσουν καλά στο νέο φιλμ του Ματ Ριβς. Για τους υπόλοιπους, ευτυχώς υπάρχουν οι ταινίες του Τιμ Μπάρτον και του Κρίστοφερ Νόλαν.
Από τον Άκη Καπράνο
Τι περιμένει το κοινό από μια νέα ταινία με ήρωα τον Μπάτμαν, σήμερα; Να τεστάρει πόσο πρόθυμοι ήταν αυτή τη φορά οι παραγωγοί να «περάσουν» σε φιλμ ένα ύφος και μια ατμόσφαιρα πιστή στις πρωτότυπες ιστορίες; Ή να διασκεδάσει;
Δεν ξέρω, δεν είμαι σίγουρος, και σίγουρα έχουν αλλάξει πολλά από τότε που παρακολουθούσαμε έκθαμβοι το πρώτο Μπάτμαν του Τιμ Μπάρτον στη μεγάλη οθόνη, τότε που οι κόμικ ήρωες ήταν μια «ιδέα», ένας καμβάς. Γιατί ως καμβά τον μεταχειρίστηκαν τόσο ο Μπάρτον, όσο και ο Σουμάχερ – νομίζω, και ο Κρίστοφερ Νόλαν ακόμα. Ξεκίνησαν δηλαδή από μια δεδομένη αφετηρία (ένας άνδρας, ένας στόχος, μια στολή, μερικές ιστορίες ως πρόφαση) και από’κει έκαναν τα δικά τους. Θυμηθείτε τον Τιμ Μπάρτον: Η εμπορική επιτυχία της πρώτης ταινίας του έδωσε την «αβάντα» για το (αγαπημένο μου) “Batman returns”, φιλμ εσωστρεφές, άκρατα εξπρεσιονιστικό και απελπισμένο. Διόλου παράξενο που δεν είχε την αναμενόμενη απήχηση στα ταμεία. Το κοινό των 90s δεν μεταβόλιζε εύκολα το σκοτάδι (εξ’ ου και οι παρδαλές ταινίες του Σουμάχερ που ακολούθησαν).
Στην αντίθετη μεριά του ρινγκ βρίσκονται οι ήρωες του σύμπαντος της Marvel. Δηλαδή ήρωες πολύχρωμοι, εξαιρετικά ιδιοσυγκρασιακοί, και με διαφορετικά όρια «τήξης» ο καθένας. Εκεί που, για παράδειγμα, ο Wolverine θα ξεπεράσει κάθε όριο, εκεί που ο Hulk θα πρέπει να χάσει τον «πολιτισμένο» του εαυτό για να εξαπολύσει την πράσινη ισχύ του (πόσο αδικημένο το φιλμ του Ανγκ Λι), ο Μπάτμαν ή ο Σούπερμαν , για να πιάσουμε τους πλέον εμβληματικούς της DC, στέκονται αυστηρά μέσα στα όρια που ορίζουν πρωτίστως η κοινωνία και αμέσως μετά, η αξιοπρέπεια τους (έννοιες που συναντιούνται στο ίδιο σημείο). Η Disney κατόρθωσε να «σπάσει» τον κώδικα της Marvel μεταφέροντας τον στο σινεμά με αισθητική αλλά και σεναριακή πιστότητα, ικανοποιώντας ένα κοινό που πλέον έρχεται με μια απαίτηση από τον Κινηματογράφο: Να σταθεί αντάξιος απέναντι στο πρωτογενές υλικό.
Θα μου πείτε, εδώ ο Κινηματογράφος καταπιάστηκε με την Αρχαία Τραγωδία και τον Ντοστογιέφσκι! Πόσο δύσκολο πια είναι να μεταφέρει κανείς ένα κόμικ στο σινεμά; Απ’ ότι φαίνεται, αρκετά. Γιατί αυτό εντέλει συνιστά μια τρίτη μεγάλη τέχνη: Πως βρίσκει κανείς την κοινή συνισταμένη ανάμεσα σε δυο αφηγήσεις που βασίζονται στην εικόνα; Κρύβει μεγάλες παγίδες αυτό το τελευταίο, και την έχουν πατήσει αρκετοί (δε θέλετε να ξέρετε πόσα λεφτά ξοδεύτηκαν για το «Howard the duck»).
Πάντως, παρακολουθώντας το φιλμ του Ματ Ριβς ήταν ξεκάθαρο πως έβλεπα μια ταινία κατασκευασμένη με πολύ μεγάλη προσοχή. Η αναπαραγωγή της αισθητικής και – κυρίως! – του ύφους, δε θα μπορούσε παρά να είναι επιτυχής. Άλλωστε το στοίχημα είναι μεγάλο: Μιλάμε για το reboot ενός ολόκληρου franchise. Λειτουργεί όμως αυτό κινηματογραφικά;
Εξαρτάται σε ποιον κινηματογράφο αναφέρεστε – και εδώ δεν μπορώ να μη σημειώσω πως ενώ, τόσο ο Ριβς, όσο και ο Κρίστοφερ Νόλαν βασίστηκαν (και) σε κοινές ιστορίες, οι προσεγγίσεις τους δε θα μπορούσαν να είναι περισσότερο διαφορετικές: Ο τελευταίος στάθηκε ως auteur απέναντι στον ήρωα (επιβάλλοντας μια ουμανιστική ματιά, σήμα – κατατεθέν της φιλμογραφίας του) ενώ ο πρώτος ανέλαβε να τον υπηρετήσει. Τα περί «τρίωρου φιλμ νουάρ» που ανακοινώθηκαν από την παραγωγό εταιρία πριν λίγες μέρες με είχαν πιάσει απροετοίμαστο: Κανένα φιλμ νουάρ δε θα μπορούσε να είναι τρίωρο! Δίχως την αφηγηματική οικονομία έχεις εγκαταλείψει το είδος και κάνεις κάτι άλλο, δηλαδή αυτό που παρακολουθούμε στο «The Batman»: Όχι την κινηματογραφική, αλλά την κόμικ εκδοχή του νουάρ, που έχει τους δικούς του κώδικες και τους δικούς του ρυθμούς.
Το «The Batman» καταγράφει την πτώση μιας κατεστημένης ιεραρχίας σήψης και διαφθοράς με ένα παράξενο αίσθημα ευθύνης, λες και δεν μεταφέρει σενάριο, αλλά ευαγγέλιο. Το αισθάνεσαι στους χρωματικούς τόνους και τις σκιές, με την σκοτεινή φωτογραφία (τόσο σκοτεινή που σπάνια βλέπεις τοίχο στην ταινία) να πλακώνει κάθε υποψία «σπίθας» με μια πνιγηρή στιλπνότητα. Ναι το βλέπω, πολύ σοβαρά τα πράγματα, αλλά δώστε μου λίγη ψυχαγωγία! Καταλαβαίνω πως ο ήρωας πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, αλλά ο ήρωας της ταινίας επίσης τριγυρνάει με μια στολή νυχτερίδας και πετάει, δε γίνεται να ξεφυσάτε προβληματισμένοι μιάμση ώρα και να έχουμε άλλο τόσο μέχρι τους τίτλους τέλους, δεν ήρθα να δω το «Νονό» και δεν υπάρχει τίποτα, μα τίποτα που να υποστηρίζει αυτή την πόζα, αυτή την αλαζονική επίφαση νεκρικής σοβαρότητας.
Μάταια περιμένω: Oι αναμενόμενες σκηνές δράσης φτάνουν πολύ αργά, είμαι πλέον κουρασμένος για να νιώσω οποιαδήποτε συναισθηματική εμπλοκή. Ούτως ή άλλως, κανείς δε μοιάζει να συναισθάνεται τίποτα σε αυτή την ταινία: Όλοι είναι κατηφείς, μονίμως σκεπτικοί και προβληματισμένοι, και οι ηθοποιοί, μην έχοντας ρόλους να παίξουν, είναι είτε αδιάφοροι ερμηνευτικά (όπως ο Πάτισον) ή εντελώς φάλτσοι (ο ξεκούδουνος Πολ Ντέινο σε μια ερμηνεία ανάλογη με αυτή του Τζέσι Άιζενμπεργκ στο «Batman v Superman» που, προς υπεράσπιση του, ήταν λιγότερο σκοτεινό στην όψη, και τουλάχιστον μισή ώρα μικρότερο).
Μοναδική εξαίρεση ο σαρωτικός Πινγκουίνος του Κόλιν Φαρέλ, ο μόνος που αντιλαμβάνεται πως ενσαρκώνει έναν δυσδιάστατο χαρακτήρα. Τον ζήλευα λίγο, παρά τη μοναξιά του. Τουλάχιστον κάποιος το διασκέδασε.
Σιρανό:
Με διαφορά μύτης
True story: H συγγραφέας Έρικα Σμιντ θεώρησε πως η μεγάλη μύτη του Σιρανό αποτελούσε εξαιρετικά «προφανές» τέχνασμα και αποφάσισε να διορθώσει το κλασσικό έργο του Εδμόνδου Ροστάν υπογράφοντας μια δική της εκδοχή υπό τη μορφή μιούζικαλ, με πρωταγωνιστή τον Πίτερ Ντίνκλατζ. Αυτή τη φορά, «ο ηθοποιός δεν θα μπορούσε να πετάξει τη μύτη και να πάει σπίτι του», δήλωσε περήφανη η Σμιντ – και ο Ντίνκλατζ, ο νάνος ηθοποιός που γνωρίσαμε μέσα από τη σειρά «Game of thrones», ανέλαβε να μεταφέρει την παράσταση και στον κινηματογράφο, ως παραγωγός.
Δυστυχώς, αν κρίνουμε από το κινηματογραφημένο αποτέλεσμα που γνώρισε συντριβή στα ταμεία (αλλά διεκδικεί και κάποια βραβεία – αν είναι δυνατόν!), έχουμε να κάνουμε περισσότερο με ένα vanity project που πήγε πολύ στραβά. Είναι από τις ταινίες που βλέπεις και σου φαίνονται όλα τόσο λάθος που αναρωτιέσαι αν το αντιλαμβανόταν κανείς την ώρα που γυρίζονταν: Ο Τζο Ράιτ δίνει στα μουσικά νούμερα έναν αέρα χαριτωμένου κιτς α-λα West-End, αλλά τα τραγούδια είναι αφόρητα γλυκερά, και οι ερμηνείες άστοχες. Ειδικά ο Ντίνκλατζ μοιάζει να παίζει μόνο με τα φρύδια «φτωχαίνοντας» απίθανα τον καημένο Σιρανό και την ποίηση που κατοικεί μέσα του.
Αγαπητοί σύντροφοι:
Από τη Ρωσία με περισυλλογή
Στις 17 Μαϊου του 1962 το Συμβούλιο Υπουργών της Σοβιετικής Ένωσης εκδίδει το διάταγμα Νο.456 που κηρύττει πανεθνική αύξηση των τιμών διαφόρων προϊόντων, όπως τα γαλακτοκομικά και το κρέας. Μια μεγάλη απεργία ξεκινάει στο εργοστάσιο κατασκευής ηλεκτρικών σιδηρόδρομων του Νοβοτσερκάσκ. Η κομματική επιτροπή της πόλης πανικοβάλλεται, ο κόκκινος στρατός και η αστυνομία προσεγγίζουν το εργοστάσιο, το αποτέλεσμα είναι μια αιματηρή σφαγή. Με το «Αγαπητοί σύντροφοι», ο Αντρέι Κοντσαλόφσκι αποδεικνύει για άλλη μια φορά την κλάση του: Ο μεγάλος Ρώσος σκηνοθέτης που αποσκίρτησε στο Χόλιγουντ τη δεκαετία του ’80 υπογράφοντας αριστουργήματα όπως το «Τρένο της μεγάλης φυγής», ζει πια στην Ιταλία, αλλά πλέον καταπιάνεται με θέματα αμιγώς Ρωσικά.
Η ηρωίδα του, ζει στην ΕΣΣΔ του Χρουστσόφ. Μέλος της τοπικής επιτροπής του Κόμματος, στηρίζει σθεναρά την Κρατική γραμμή – άρα και την επίθεση προς τους εργάτες. Όταν κανείς δεν την ακούει, μονολογεί: «Με τον Στάλιν δε θα φτάναμε εδώ». Η κόρη της εργάζεται κι αυτή στο εργοστάσιο του Νοβοτσερκάσκ, και τώρα αγνοείται – μετά τη σφαγή στην οποία η ίδια η μάνα συνηγόρησε. Βγάλε άκρη. Γυρισμένο σε ασπρόμαυρο κλειστοφοβικό «ακαδημαϊκό» φορμά, σε καθηλώνει με γνήσια κινηματογραφική γλώσσα, έστω κι αν φλυαρεί στο πρώτο μισό: Η σκηνή της εξέγερσης είναι γυρισμένη με τέτοια μαεστρία που σου κόβει την ανάσα. Η ειρωνεία; Το φιλμ κλείνει με τη φράση «Θα βελτιωθούμε». Σημειώστε πως το πραγματικό συμβάν παρέμεινε κρυφό μέχρι τα 90s.
Αγελάδα:
Η αξία μιας ζωής
Στην «Αγελάδα» της Αντρέα Άρνολντ έχουμε να κάνουμε με ντοκιμαντέρ: Η ικανή σκηνοθέτιδα, παρακολούθησε τη ζωή δυο αγελάδων γαλακτοπαραγωγής για τρία χρόνια, σε ένα κινηματογραφικό πορτρέτο που μας φέρνει πιο κοντά στην ομορφιά τους αλλά και στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητά τους. Όλα αυτά σε μια φάρμα, όχι σε κάποια απρόσωπη εργαστηριακή μονάδα. Τα κοπάδια ενίοτε ξανοίγονται στους αγρούς – και το απολαμβάνουν.
Αλλά το ρεζουμέ είναι το ίδιο: Βίαιος αποχωρισμός των παιδιών από τις μητέρες τους, υποβιβασμός του ζώου σε παραγωγική μονάδα, θάνατος. Η αγελάδα κοιτάζει κατάματα το φακό. Κοιτάζει εμάς; Είμαστε ένοχοι; Επιλέγοντας τη φόρμα της τεκμηρίωσης, η Άρνολντ μεταφέρει και εδώ την ιδιαίτερη ευαισθησία της – αλλά οι αρετές του φιλμ της είναι περισσότερο αισθητικές και λιγότερο σημειολογικές, μιας και δεν λέει τίποτα που δεν έχουμε ξανακούσει. Θα μου πείτε, τι να προσθέσεις σε μια κατάσταση τόσο παγιωμένη. Είναι σαν το αντιπολεμικό σινεμά: Σημασία έχει αυτό που λέγεται και ξαναλέγεται.