Του Γιάννη Μυλόπουλου, καθηγητή ΑΠΘ
Η ανησυχία για τις συνέπειες που θα έχει ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας στην ενεργειακή κρίση που πλήττει την Ευρώπη είναι εύλογες. Η εξάρτηση της δύσης από τα αποθέματα φυσικού αερίου που βρίσκονται στην εμπόλεμη περιοχή θα επιδεινώσει την ήδη σοβούσα από το καλοκαίρι του 2022 ενεργειακή κρίση, καθώς ενώ η ζήτηση θα αυξάνει, η προσφορά θα τίθεται πλέον σε περιορισμούς ή και απαγορεύσεις.
Η ανησυχία για τις επιπτώσεις του πολέμου στη χώρα μας είναι ακόμη μεγαλύτερες, καθώς εμείς έχουμε ήδη πληγεί περισσότερο από τη διεθνή αύξηση των τιμών της ενέργειας. Καθώς σύμφωνα με τα διεθνή στοιχεία η Ελλάδα έχει τις ακριβότερες τιμές ρεύματος χονδρικής στην Ευρώπη συνεχώς από την αρχή του 2022 μέχρι σήμερα.
Τι φταίει όμως και η ενεργειακή κρίση κτύπησε την Ελλάδα περισσότερο από τα υπόλοιπα κράτη της Ευρώπης, ωθώντας τον πληθωρισμό να εκτοξευτεί τον Ιανουάριο στην τιμή ρεκόρ 6,2%;
Η πρώτη κίνηση που μας έκανε αρνητικούς πρωταγωνιστές στην τιμή της ενέργειας ήταν η βεβιασμένη και χωρίς σχέδιο απολιγνιτοποίηση της χώρας.
Ενώ η δέσμευση των ευρωπαϊκών κρατών ήταν η απομάκρυνσή τους από τις πηγές του άνθρακα να συμβεί σταδιακά και μέχρι το 2040 και ενώ το σχέδιο της χώρας, όπως το είχε επεξεργαστεί η κυβέρνηση Τσίπρα, ήταν να ξεκινήσει η απολιγνιτοποίηση το 2028, η κυβέρνηση Μητσοτάκη πήρε μια βεβιασμένη και όχι καλά σχεδιασμένη, όσον αφορά στις συνέπειες που θα είχε, απόφαση να σταματήσει όλα τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη στη Δ. Μακεδονία. Ακόμη και τα πιο σύγχρονης αντιρρυπαντικής τεχνολογίας.
Μια απόφαση που αν είχε πράγματι κίνητρα μόνο οικολογικά, θα έπρεπε να έχει προηγουμένως εξασφαλιστεί η αντικατάσταση της χαμένης ενέργειας από λιγνίτη, με ενέργεια προερχόμενη από Ανανεώσιμες Πηγές, όπως τα αιολικά πάρκα. Όμως αυτή είναι μια μετάβαση που θα χρειαστεί χρόνια για να ολοκληρωθεί.
Έτσι, αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα είναι ότι η ενέργεια που παράγονταν από τον εγχώριο άνθρακα αντικαταστάθηκε με ενέργεια που παράγεται από το εισαγόμενο φυσικό αέριο.
Η απόφαση αυτή έμελλε να έχει μια σειρά από αρνητικές συνέπειες για την Ελλάδα.
Η πρώτη είναι ότι ο βεβιασμένος και χωρίς σχεδιασμό για την επόμενη μέρα χαρακτήρας της απολιγνιτοποίησης βύθισε στην ύφεση και την ανεργία τη Δ. Μακεδομία, μια μέχρι πρόσφατα ακμάζουσα οικονομικά περιφέρεια.
Η δεύτερη συνέπεια είναι ότι η απολιγνιτοποίηση, έτσι όπως έγινε, δεν είχε καθόλου «πράσινο» αποτύπωμα. Αφού αντικαταστάθηκαν οι εγχώριες πηγές ενέργειας με εισαγόμενο φυσικό αέριο που όμως κι αυτό είναι ορυκτός άνθρακας, έστω και σε πιο καθαρή μορφή από τον λιγνίτη.
Αντικαταστήσαμε δηλαδή άνθρακα με άνθρακα. Οπότε… «άνθρακες» ο θησαυρός της απανθρακοποίησης και της «πράσινης» μετάβασης που χρησιμοποιήθηκε σαν πρόσχημα για την διακοπή της παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη.
Η τρίτη αρνητική συνέπεια της βεβιασμένης απολιγνιτοποίησης για τη χώρα μας ήταν ότι αποδυνάμωσε την ενεργειακή μας αυτονομία και μάλιστα σε μια συγκυρία που αυξάνονταν οι τιμές του διεθνούς φυσικού αερίου. Εξαρτήθηκε έτσι η χώρα από μια εισαγόμενη πηγή ενέργειας, για να γίνει τελικά το ιδανικό θύμα της διεθνούς κερδοσκοπίας.
Η τελευταία ελπίδα για την εξομάλυνση των εγχώριων συνεπειών της διεθνούς ενεργειακής κρίσης μετά τη μεγαλύτερη εξάρτησή μας από το φυσικό αέριο, ήταν η ρύθμιση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Η οποία για να επιτευχθεί χρειάζονταν μια δημόσια επιχείρηση ηλεκτρισμού να μπορεί να παρεμβαίνει στον φρενήρη ανταγωνισμό, διασφαλίζοντας τιμές προς όφελος των καταναλωτών και της εθνικής οικονομίας.
Η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ όμως, η οποία συνέβη ακριβώς τη χειρότερη στιγμή, έδωσε το τελειωτικό κτύπημα, ανοίγοντας τον δρόμο για το ράλι της ανόδου των τιμών. Οι διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης ότι η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ θα οδηγούσε σε φτηνότερες τιμές ρεύματος, έμελλε να διαψευστεί στην πράξη από την επομένη της ολέθριας αυτής κίνησης.
Το τελειωτικό κτύπημα που έκανε τη χώρα αρνητικό πρωταγωνιστή της ακρίβειας στην τιμή της ενέργειας στην Ευρώπη, ήταν η επιμονή της κυβέρνησης να μην πάρει μέτρα για την παρεμπόδιση της αύξησης των τιμών. Ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη μείωνε τον φόρο κατανάλωσης της ενέργειας κι ενώ ακόμη και η Γαλλία του Μακρόν έβαζε πλαφόν 4% στις τιμές της, η επιμονή στην πολιτική της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς, σε μια εποχή ενεργειακής κρίσης, έκανε την Ελλάδα θύμα όχι μόνο της διεθνούς, αλλά και της εγχώριας κερδοσκοπίας.
Αν η κυβέρνηση θέλει σήμερα να σώσει ό,τι σώζεται ακόμη, εν όψει και του πολέμου στην Ουκρανία που θα δημιουργήσει μια επιπλέον κρίση ζήτησης και προσφοράς φυσικού αερίου, πρέπει να κάνει ό,τι έκανε ο Μακρόν στη Γαλλία.
Να βάλει δηλαδή πλαφόν στην τιμή της ενέργειας και να μειώσει φόρους κατανάλωσης και ΦΠΑ. Είναι ο μόνος τρόπος να προστατευτούν οι Έλληνες από την επιδεινούμενη, λόγω πολέμου, κρίση.
Και ακόμη, αν η κυβέρνηση επιδιώκει μια διέξοδο στη μεγάλη εξάρτηση της χώρας από το φυσικό αέριο που παράγεται στην εμπόλεμη ζώνη, πρέπει να ανοίξει ξανά τουλάχιστον τις λιγότερο ρυπογόνες μονάδες παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη στη Δυτική Μακεδονία. Το χωρίς σχεδιασμό για την αντιμετώπιση των συνεπειών κλείσιμο των οποίων μας έκανε πιο βαθιά εξαρτημένους από το εισαγόμενο φυσικό αέριο, το οποίο στο μέλλον θα γίνει ακόμη πιο δυσεύρετο και άρα και πιο ακριβό.
Όσο η κυβέρνηση δεν παρεμβαίνει στην αγορά ενέργειας και όσο δεν παίρνει μέτρα για να μειώσει τις συνέπειες της μεγάλης αύξησης της τιμής της ενέργειας στην Ελλάδα, τόσο επιβαρύνει την ελληνική οικονομία και τόσο βυθίζει στην φτώχεια εκτεταμένα στρώματα του πληθυσμού.
Κι όλα αυτά σε μια στιγμή που όλοι αντιλαμβάνονται ότι λόγω πολέμου έρχονται χειρότερες μέρες…