Γλαφυρή, πικρή περιγραφή της σταθερή διολίσθηση του Νεοέλληνα

«Μέλαθρα, δολάρια, σουίτες, πετρογκάζ» || Κάπα Εκδοτική
Τρίτη, 08 Μαρτίου 2022 10:20
UPD:10:33
A- A A+

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]


Ένα πρώτο δείγμα δραματουργικής έκφρασης του Γεράσιμου Γασπαρινάτου αποτελεί το θεατρικό έργο «Μέλαθρα, δολάρια, σουίτες, πετρογκάζ» που κυκλοφορεί από  την Κάπα Εκδοτική. Πρόκειται για μια σπαρταριστή έμμετρη φάρσα, υπόδειγμα ρυθμικής αίσθησης, ειρωνικής και «ακροβατικής» γλώσσας. Η φαινομενική απλότητα των στίχων κρύβει έναν τεχνικό άθλο, αποτελεί μία σύγχρονη ποιητική οντότητα γεμάτη ισορροπημένες αντιθέσεις.

Στα μεταπολεμικά χρόνια, ο Θίο Κατς –εκατομμυριούχος ομογενής από το Σικάγο, επιστρέφει με την οικογένειά του  στον γενέθλιο τόπο του, το Γαϊδουροχώρι. Προτού ακόμα φτάσει στο θεσσαλικό χωριό, ενημερώνει με ένα γράμμα για τις προθέσεις του την τοπική κοινότητα· επιθυμία του είναι  επενδύσει την περιουσία του στην αναμόρφωση του  τόπου -«Μάι ντίαρ μίστερ Πρέζιντεντ του Γαϊδουροχωρίου,/ συγγνώμη σου ζητάω ιν αντβάνς κι εκ προοιμίου,/ για τούτα που σου γράφω τα φτωχά ελληνικά,/ μα τα ’χει όπως ξέρετε, αυτά η ξενιτιά.[…]νομίζω θα ’χει μπένεφιτ μεγάλο το χωριό,/ γιατ’ ειν’ αναμενόμενο να κάνεις επενδύσεις/ στον τόπο των προγόνων σου που διάλεξες να ζήσεις./ Το πρώτο που θα κάνω και χωρίς αργοπορία, και σόρι για την όποια μου τη ματαιοδοξία, το μέγα θα ’ναι μέλαθρο για τον πολιτισμό, τις τέχνες, τα θεάματα και τον αθλητισμό». 

Η λαχτάρα του Νεοέλληνα για μια καινούρια εποχή κυριαρχεί ως θεματική –“καινούρια εποχή για το χωριό γλυκοχαράζ’,/ με μέλαθρα, δολάρια, σουίτες, πετρογκάζ,/ σηκώστε τα μανίκια κι ας στρωθούμε στη δουλειά, να μη μας βρει  μ’ ομπρέλα η βροχή από λεφτά”-,  παραβλέποντας άλλους παράγοντες επιζήμιους για τους ίδιους τους ήρωες, για τη μικρή τους κοινωνία, για τον τόπο τους γενικότερα.

Γράφει, μεταξύ άλλων, στον Πρόλογο, η Κατερίνα Διακουμοπούλου –Επίκουρη Καθηγήτρια του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών –ΕΚΠΑ: «Ο Γ. Γασπαρινάτος συστήνεται στο νεοελληνικό θέατρο φορώντας περιπαικτικά τον μανδύα του “λαϊκού λόγιου” και περιγράφει γλαφυρά, αλλά και πικρά, τη σταθερή διολίσθηση του Νεοέλληνα. “Το θέμα δεν ανάγεται στον δείκτη ευφυΐας,/ αλλά στην υπερβάλλουσα τη δόση απληστίας,/ αυτή που ενυπάρχει στην ανθρώπινη τη φύση/ και τίποτα δεν γίνεται να την ευχαριστήσει”».

Έργο θαυμαστό, που αξίζει να παρουσιαστεί σκηνικά, να παρασταθεί, να γίνει γνωστό και να λάβει το ανάλογο αντίκρισμα.

Προτεινόμενα για εσάς