Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς συμβαίνει στα σύνορα Ρωσίας –Ουκρανίας. Η Μόσχα επιμένει ότι τα στρατεύματά της έχουν αρχίσει να αποσύρονται στις βάσεις τους, η Δύση το αμφισβητεί. Από την περασμένη Τρίτη, το ρωσικό υπουργείο Άμυνας δημοσιεύει βίντεο που δείχνουν τανκς να φορτώνονται σε τρένα και να μεταφέρονται μακριά, ακόμη και από την προσαρτημένη χερσόνησο της Κριμαίας. «Πρόκειται για προπαγανδιστικά βίντεο», αντιτάσσει η Ουάσιγκτον. Δεν είναι επίσης ξεκάθαρο τι συμβαίνει στις ρωσόφωνες περιοχές του Ντονμπάς, στην ανατολική Ουκρανία, με τις δύο πλευρές να αλληλοκατηγορούνται για επιθέσεις εναντίον αμάχων.
Είναι άσκοπο να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε ποιος τράβηξε πρώτος τη σκανδάλη. «Μια σύγκρουση στην Ουκρανία δεν θα έχει κανέναν νικητή», προειδοποίησε σωστά, ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών Νικόλαος Δένδιας χθες στη Μόσχα, κατά τη συνάντηση που είχε με τον Ρώσο ομόλογό του, Σεργκέι Λαβρώφ.
«Είναι απλώς, άλλο ένα επεισόδιο αυτού του ακήρυχτου πολέμου» ,λέει ο Αμερικανός συγγραφέας και αναλυτής Αντριου Σπανάους, ιδρυτής της ιστοσελίδας Transatlantico.info :«Η στρατηγική της κυβέρνησης Μπάιντεν και των Αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών είναι η κήρυξη ενός ψυχολογικού πολέμου ,με στόχο να αναγκάσουν τον Πούτιν να δείξει τα χαρτιά του. Αλλά είναι μια στρατηγική, την οποία και οι Ρώσοι υιοθετούν», τονίζει ο Σπανάους. Ένα πράγμα είναι βέβαιο πάντως, ό,τι κι αν συμβεί τώρα: «Όπως είπε και ο ίδιος ο Μπάιντεν, το ΝΑΤΟ και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα επέμβουν ποτέ στρατιωτικά για την υπεράσπιση της Ουκρανίας», εκτιμά ο Αμερικανός αναλυτής.
Αλλωστε, η Ουκρανία δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ και η εγγύηση ασφαλείας της Συμμαχίας δεν επεκτείνεται στο Κίεβο. Δεν υπάρχει πρόθεση να διακινδυνεύσει η Ουάσιγκτον έναν νέο "Παγκόσμιο" πόλεμο, μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας. «Ο κύριος σκοπός που επιδιώκουν οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι να πιέσουν το ΝΑΤΟ και τις ευρωπαϊκές χώρες ώστε να υπάρξει μια ενιαία απάντηση από τη Δύση, με τη συμμετοχή της Γαλλίας, της Γερμανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου», λέει ο Αντριου Σπανάους.
Στο πλαίσιο αυτό άλλωστε, προχωρά το αμερικανικό σχέδιο για την απεξάρτηση της Ευρώπης από τον ρωσικό ενεργειακό εφοδιασμό. Είναι σαφές ότι μέχρι τώρα, η Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δυσκολευόταν να εγκαταλείψουν το φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο και να μην λειτουργήσει ποτέ ο αγωγός Nord Stream 2. Το Βερολίνο αντιδρά μέχρι στιγμής, ενώ και η υπόλοιπη Ευρώπη, που καλύπτει από τη Μόσχα το 40% των ενεργειακών της αναγκών, αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό τον περιορισμό του ρωσικού φυσικού αερίου. Αλλωστε, η αμερικανική προσφορά για υγροποιημένο αέριο LNG, όσο και αν αυξηθεί, δεν λύνει τα ενεργειακά προβλήματα της Ευρώπης. « Η Δυτική Ευρώπη χρειάζεται το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, αλλά και η Μόσχα χρειάζεται επίσης τα χρήματα που καταβάλλονται για αυτό. Η διακοπή παράδοσης είναι απίθανη επειδή η Ρωσία θέλει να συνεχίσει να πουλάει φυσικό αέριο στην Ευρώπη στο μέλλον», λέει ο Κλέμενς Φουστ, επικεφαλής του ινστιτούτου Ifo του Μονάχου.
Μιλώντας για τη Ρωσία, χωρίς τη Ρωσία
Την ίδια ώρα ,στο Μόναχο, ξεκίνησε χθες η ετήσια Διάσκεψη για την Ασφάλεια της Ευρώπης, με απούσα τη Ρωσία. Για πρώτη φορά εδώ και 30 χρόνια ,η Μόσχα αποφάσισε να μην στείλει αντιπροσωπεία. «Μιλώντας για τη Ρωσία, αλλά χωρίς τη Ρωσία - αυτό θα μπορούσε να είναι το σύνθημα της διάσκεψης για την ασφάλεια», γράφει η γερμανική TAZ. Η γερμανική εφημερίδα τονίζει μάλιστα ότι αυτή η εξέλιξη είναι τουλάχιστον ανησυχητική σε μια περίοδο, που « ποτέ άλλοτε ,η κατάσταση της ασφάλειας στην Ευρώπη δεν ήταν τόσο επισφαλής όσο αυτή τη φορά.
Ο αυστριακός Γκέρχαρντ Μάνγκοτ, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Ίνσμπρουκ, πιστεύει ότι ο Πούτιν δεν θα υποχωρήσει εύκολα. «Ο Πούτιν έχει δημιουργήσει μια τεράστια σκηνή απειλής στα ουκρανικά σύνορα. Εάν αποσύρει τα στρατεύματά του χωρίς να έχει κανένα όφελος για τη χώρα του, θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στη φήμη του», λέει ο Μάνγκοτ. «Αν δεν επιτευχθεί μια λύση μέσω διαπραγματεύσεων και ο Πούτιν δεν απαντήσει στρατιωτικά, θα έχανε τον σεβασμό, την αξιοπιστία και την εμπιστοσύνη του στρατού και του μηχανισμού ασφαλείας», υποστηρίζει ο αυστριακός καθηγητής. « Στο εσωτερικό, θα ενισχυθεί η άποψη ότι οι δυτικές απειλές για σκληρές οικονομικές και χρηματοοικονομικές κυρώσεις και οι απειλές για σημαντική αύξηση της στρατιωτικής παρουσίας του ΝΑΤΟ στα ανατολικά κράτη μέλη, ανάγκασαν τελικά τον Πούτιν να υποχωρήσει. Ο Ρώσος πρόεδρος δεν πρόκειται να δεχτεί αυτή την εικόνα. «Αυτό θα ήταν μια παραδοχή ότι η προηγούμενη εξωτερική του πολιτική ήταν ένα φιάσκο», εκτιμά ο καθηγητής Μάνγκοτ.
Την άποψη του αυστριακού καθηγητή δεν συμμερίζονται πάντως πολλοί αναλυτές. Ο Λέον Αρόν, επικεφαλής του ρωσικού ερευνητικού τμήματος στο American Enterprise Institute (AEI) δεν πιστεύει ότι θα υπάρξει ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Μιλώντας στο γερμανικό περιοδικό «Στερν»,ο Αρόν λέει ότι οι ενέργειες του Πούτιν στοχεύουν πρωτίστως στο εσωτερικό πολιτικό ακροατήριό του. «Τα πάντα στο Κρεμλίνο είναι προσανατολισμένα στο να δοθεί η δυνατότητα στον Πούτιν να επανεκλεγεί όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα το 2024. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα επανεκλεγεί, αλλά το Κρεμλίνο εξακολουθεί να αντιμετωπίζει το ερώτημα πόσο σοβαρή αναταραχή μπορεί να αποφευχθεί».
Ο Πούτιν παρακολουθεί στρατιωτικά γυμνάσια
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν πρόκειται πάντως να παρακολουθήσει σήμερα στρατιωτικά γυμνάσια, που θα περιλαμβάνουν και εκτοξεύσεις πυραύλων, όπως ανακοίνωσε το Κρεμλίνο. Η παρουσία του στα γυμνάσια έχει πάντως κυρίως συμβολικό χαρακτήρα και προορίζεται για εσωτερική κατανάλωση, καθώς ο Ρώσος πρόεδρος γνωρίζει βέβαια ότι η εισβολή σε μια χώρα δεν είναι μια τετριμμένη υπόθεση, ούτε για τις τσέπες του ρωσικού λαού, το 13% του οποίου ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. «Το ρωσικό κοινό είναι διχασμένο», λέει ο Αρόν. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, το 42% των Ρώσων δεν θέλουν πλέον να δουν τον Πούτιν στην εξουσία μετά το 2024. «Και αυτή η διαίρεση θα επιδεινωθεί. Η ρωσική οικονομία βρίσκεται σε βαθιά κρίση. Και η οικονομική κατάσταση θα συνεχίσει να χειροτερεύει» εκτιμά ο Αρόν.
Σε κάθε περίπτωση, ο Πούτιν δεν πρόκειται να πάει… σπίτι του και να ηρεμήσει. Πώς θα συνεχίσουν λοιπόν τα πράγματα στην ανατολική Ουκρανία; Θα συνεχιστεί ένας πόλεμος «χαμηλής έντασης» που μπορεί να διαρκέσει για χρόνια; Οι άνθρωποι στην περιοχή των συγκρούσεων υποφέρουν. Αλλά μια τέτοια παράπλευρη απώλεια είναι προφανώς αποδεκτή – από όλες τις πλευρές…