Η κυβέρνηση βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση και παρακολουθεί πολύ στενά το φαινόμενο των ανατιμήσεων, τόνισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου, διαβεβαιώνοντας πως η πολιτική στήριξη σε ό,τι αφορά την ενέργεια θα συνεχιστεί με στοχευμένες παρεμβάσεις ιδίως για τις πιο ευάλωτες κατηγορίες.
«Έχουμε εστιάσει την αντιμετώπιση σε ό,τι αφορά την ενέργεια, πάμε για την αύξηση του κατώτατου μισθού, έχουμε την επιπλέον μείωση του ΕΝΦΙΑ που και αυτή θα ενισχύσει το εισόδημα των πολιτών και εδώ είμαστε να δούμε στα πλαίσια των δυνατοτήτων που έχουμε στοχευμένες παρεμβάσεις για εκείνους τους ανθρώπους που τα φέρνουν πιο δύσκολα είτε αυτό αφορά συγκεκριμένες επαγγελματικές κατηγορίες είτε συγκεκριμένα εισοδήματα» είπε σε τηλεοπτική συνέντευξή του στον ΑΝΤ1.
«Η κυβέρνηση θα συνεχίσει την πολιτική στήριξης σε ό,τι αφορά την ενέργεια, θα εξετάσει και θα σταθμίσει ανάλογα με τα δεδομένα και τις δυνατότητες επιπλέον πολιτικές στοχευμένης ενδεχομένως στήριξης σε εκείνες τις κατηγορίες που πιέζονται πιο πολύ» πρόσθεσε.
Κάνοντας μία αναδρομή στα μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση από τον Σεπτέμβριο έως σήμερα, είπε πως έχουν διατεθεί για την στήριξη των καταναλωτών από τις ανατιμήσεις στην ενέργεια πάνω από 1,8 δισ. ευρώ και πρόσθεσε πως δεν υπάρχει χώρα στην Ευρώπη που να έχει διαθέσει τέτοια ποσά. Όπως ανέφερε, οι πολίτες βλέπουν πλέον πολύ καθαρά στους λογαριασμούς το ποσοστό της μείωσης του ποσοστού που θα αντιστοιχούσε στην αύξηση. Δεν μηδενίζονται τις αυξήσεις αλλά αυτές οι αυξήσεις θα ήταν πολύ μεγαλύτερες αν δεν είχαν ληφθεί αυτά τα μέτρα, πρόσθεσε.
Απαντώντας σε σχετικό ερώτημα για τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στα καύσιμα ανέφερε ότι είναι εύλογο ο κόσμος να αναζητά τρόπους για να μειωθεί η τιμή των καυσίμων. Ωστόσο, όπως επισήμανε, η εξίσωση είναι δύσκολη γιατί ο ΕΦΚ αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι των εσόδων του προϋπολογισμού. «Αν αυτό το κομμάτι λείψει πρέπει από κάπου να βρεις να το αναπληρώσεις γιατί τα χρήματα που παίρνουμε από βασικούς πυλώνες εσόδων είναι ακριβώς τα χρήματα που στηρίζουν το κοινωνικό κράτος» είπε. Πρόσθεσε, επίσης, ότι «πρόκειται για έναν φόρο που θα έρθει να επιδοτήσει ένα προϊόν εισαγόμενο και επίσης ξέρουμε πως ό,τι φεύγει από τη φορολογία στη χώρα δύσκολα επανέρχεται και δύσκολα η κοινωνία το αποδέχεται στη συνέχεια».