Την αποχώρησή του από τα παρκέ ανακοίνωσε σε ηλικία 38 ετών ο Τόνι Κούκοτς, μετά από πολυετή καριέρα στο ΝΒΑ.
«Δεν λυπάμαι που φεύγω από το μπάσκετ. Νομίζω ότι ήταν ώρα να αποσυρθώ. Ηταν ένα τεράστιο κομμάτι της ζωής μου και μου έδωσε πάνω-κάτω όλα όσα επιθυμούσα, αλλά έρχεται κάποια στιγμή, όταν δεν μπορείς να το αντέξεις άλλο. Μπορώ ακόμη να παίξω 10, 15, ίσως 20 λεπτά, αλλά δεν το έχω ανάγκη πια. Πάντα αισθανόμουν ότι είχα ανάγκη να παίξω μπάσκετ. Αυτή τη στιγμή δεν είναι πια το πιο επιθυμητό πράγμα για μένα. Προτιμώ να παίξω γκολφ», δήλωσε ο Κροάτης φόργουορντ.
Ο «σερβιτόρος», προσωνύμιο που του αποδόθηκε για τη μεγάλη ικανότητά του στις πάσες, αγωνίστηκε για 13 χρόνια στο καλύτερο πρωτάθλημα μπάσκετ του κόσμου, εκ των οποίων έξι (και κάτι) στο Σικάγο και τα τελευταία τέσσερα στο Μιλγουόκι (2002-06). Ενδιάμεσα φόρεσε τις φανέλες της Φιλαδέλφεια και της Ατλάντα. Στην καριέρα του είχε μέσο όρο 11.6 πόντους, 4,2 ριμπάουντ και 3,7 ασίστ. Πανηγύρισε την κατάκτηση τριών συνεχών πρωταθλημάτων NBA (1996-98) με τους Μπουλς, στους οποίους αγωνίζονταν οι Μάικλ Τζόρνταν και Σκότι Πίπεν. Τη σεζόν 1995-96 απέσπασε το βραβείο του καλύτερου «έκτου παίκτη», ενώ ο μέσος όρος των 18.8 πόντων ανά αγώνα τη σεζόν 1998-99 ήταν ο υψηλότερος στη θητεία του στο NBA.
«Μετακόμισε» στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ύστερα από σπουδαία καριέρα στην Ευρώπη. Ηταν μέλος της πάλαι ποτέ Γιουγκοπλάστικα, η οποία κατέκτησε τρεις συνεχείς φορές το τρόπαιο στο Κύπελλο Πρωταθλητριών. Το 1991 και για δύο χρόνια φόρεσε τη φανέλα της Μπενετόν Τρεβίζο, από την οποία το 1993 έκανε το «άλμα» προς το NBA και το Σικάγο. Οι «Ταύροι» είχαν επιλέξει την «αράχνη του Σπλιτ» στο Νο 29 του ντραφτ του 1990. Αναδείχθηκε τρεις φορές κορυφαίος μπασκετμπολίστας στην Ευρώπη, ενώ έχει στην κατοχή του δύο ασημένια Ολυμπιακά μετάλλια. Το 1988 στη Σεούλ ήταν μέλος της ομάδας της Γιουγκοσλαβίας μαζί με τον Ντίνο Ράτζα και τον αείμνηστο Ντράζεν Πέτροβιτς, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα στη Βαρκελώνη οι τρεις τους ανέβηκαν στο δεύτερο σκαλί του βάθρου με την Κροατία.
Πηγή ΑΠΕ