Ο Μεσαλέ Τολού είναι αισιόδοξη. «Υποθέτω ότι θα αθωωθώ και από τις δύο κατηγορίες», είπε σε συνέντευξή της στην DW. «Αλλά και κάτι άλλο να προκύψει δεν θα εκπλαγούμε», δήλωσε η δημοσιογράφος. Κατά την άποψή της, η δικαστική εξουσία στην Τουρκία είναι απρόβλεπτη.
Τον Απρίλιο του 2017, η Μεσαλέ Τολού συνελήφθη στην Κωνσταντινούπολη τα μεσάνυχτα από μια βαριά οπλισμένη αντιτρομοκρατική μονάδα. «Με συνέλαβαν βίαια μπροστά στα μάτια του γιου μου», θυμάται. Γεννήθηκε στη γερμανική πόλη Ουλμ και πέρασε περισσότερους από επτά μήνες στη φυλακή. Τους πέντε από αυτούς με τον δίχρονο τότε γιο της.
Εκείνη την εποχή, η Τολού εργαζόταν ως μεταφράστρια σε ένα αριστερό πρακτορείο ειδήσεων. Αυτή και οι συγκατηγορούμενοί της κατηγορήθηκαν ότι ήταν «μέλη αριστερής εξτρεμιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης καθώς και για τρομοκρατική προπαγάνδα». Στη συνέχεια η Τολού αφέθηκε ελεύθερη και σήμερα ζει και εργάζεται στη Γερμανία.
34 δημοσιογράφοι στη φυλακή
Η Τολού δεν είναι μεμονωμένη περίπτωση. Σύμφωνα με το συνδικάτο Τούρκων δημοσιογράφων TGS, 34 δημοσιογράφοι βρίσκονται αυτή τη στιγμή στη φυλακή στην Τουρκία. Οι περισσότεροι κατηγορούνται για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση, προσβολή του Προέδρου ή τρομοκρατική προπαγάνδα.
Ο Έρολ Οντέρογλου από τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα έχει παρατηρήσει πάντως μια διαφορετική εξέλιξη τα τελευταία χρόνια. Κατά την άποψή του, μέχρι πριν από τρία χρόνια, η Τουρκία ήταν η μεγαλύτερη φυλακή δημοσιογράφων στον κόσμο. Πρόσφατα ωστόσο η τουρκική δικαιοσύνη απελευθέρωσε δημοσιογράφους υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Είναι ελεύθεροι αλλά ψυχολογικά υφίστανται μεγάλες πιέσεις. Σε συνέντευξή του στην DW προειδοποιεί να μην βλέπει κανείς απλώς τον αριθμό των δημοσιογράφων στη φυλακή διότι συχνά χρησιμοποιούνται και άλλα μέσα για να τους εμποδίσουν να ασκήσουν το επάγγελμά τους. Για παράδειγμα αφαίρεση διαβατηρίου, υποχρέωση τακτικής αναφοράς στην αστυνομία, άρνηση της δημοσιογραφικής ταυτότητας ή της διαπίστευσης σε εκδηλώσεις.
Η κατάσταση για τους δημοσιογράφους στην Τουρκία έχει επιδεινωθεί δραματικά μετά τις διαδηλώσεις στο πάρκο Γκεζί το 2013. Τότε, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους για να αντισταθούν στα σχέδια της κυβέρνησης να χτιστεί το δημοφιλές πάρκο στην καρδιά της Κωνσταντινούπολης στην πλατεία Ταξίμ. Όσοι υποστήριξαν τις διαδηλώσεις αντιμετώπισαν βαριές ποινές, ανάμεσά τους και δημοσιογράφοι. Εκατοντάδες από αυτούς έχασαν τη δουλειά τους. Το δεύτερο μεγάλο πλήγμα στην ελευθερία του Τύπου ήταν αμέσως μετά την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016. Εκατοντάδες σάιτ έχουν μπλοκαριστεί, δεκάδες εφημερίδες και τηλεοπτικοί σταθμοί έχουν κλείσει και πολλοί δημοσιογράφοι έχουν συλληφθεί.
Στο 35% η ανεργία
Σύμφωνα με το EngelliWeb, ένα πρότζεκτ της Ένωσης για την Ελευθερία της Έκφρασης, σχεδόν τίποτα δεν έχει αλλάξει. Στο τέλος του 2020, περισσότερες από 476.000 διευθύνσεις στο ίντερνετ, 150.000 δημοσιεύσεις και 50.000 tweets μπλοκαρίστηκαν από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τους υπεύθυνους της EngelliWeb.
Η ανεργία στους δημοσιογράφους επίσης αυξάνεται σταθερά εδώ και χρόνια. Αυτή τη στιγμή είναι πάνω από 35%, σύμφωνα με το συνδικάτο δημοσιογράφων TGS. Επίσης η βία κατά των δημοσιογράφων συνεχίζει να αυξάνεται. Σύμφωνα με την ένωση δημοσιογράφων CGD, 75 εκπρόσωποι των ΜΜΕ δέχθηκαν επίθεση τον περασμένο χρόνο. Επιπλέον, δικάστηκαν 219 δημοσιογράφοι σε συνολικά 179 δίκες.
Ένα άλλο εργαλείο που χρησιμοποιείται για να σιγήσει ο Τύπος είναι τα βαριά πρόστιμα. Μόνο το 2021, η τουρκική ρυθμιστική αρχή μέσων ενημέρωσης RTÜK επέβαλε συνολικά 74 πρόστιμα σε εθνικούς ραδιοτηλεοπτικούς φορείς που δεν συμμορφώνονται με τις επιταγές της κυβέρνησης.