Η Σοφία Δημοπούλου επιστρέφει με το έκτο της βιβλίο, «Καλύτερα να σ’ έλεγαν Λισσάβω», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Ένα δυνατό μυθιστόρημα για τον έρωτα, τη φιλία, τη δύναμη μιας ιδέας, την περιπέτεια, όχι μόνο δύο εραστών, αλλά και μιας χώρας, της Ελλάδας, μέσα στο πέρασμα του χρόνου.
Με τη συγγραφέα, είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε.
Δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του προηγούμενου βιβλίου σας, έρχεται η «Λισσάβω». Πώς αισθάνεστε γι’ αυτό το νέο σας «πνευματικό παιδί»;
«Είμαι πολύ χαρούμενη που ολοκλήρωσα ένα βιβλίο που αναφέρεται στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, η οποία μου ασκούσε πάντα μια μυστηριώδη έλξη, από την εποχή που πρωτοδιάβασα το “Στα μυστικά του βάλτου” της Πηνελόπης Δέλτα. Ήθελα να γράψω ένα μυθιστόρημα που θα μου έδινε την ευκαιρία να γράψω για μια περιοχή με πλούσια Ιστορία και μεγάλη πολιτιστική παράδοση. Ήταν απαιτητικό το εγχείρημα, αλλά εντέλει άξιζε τον κόπο».
Αυτό το βιβλίο, αν δεν κάνω λάθος, ολοκληρώθηκε μέσα στο lockdown. Ευνόησε ή δυσκόλεψε αυτή η πρωτόγνωρη συνθήκη τη συγγραφή του; «Η έρευνα που απαιτήθηκε, είχε ξεκινήσει ήδη έναn χρόνο πριν το lockdown. Όταν ξεκίνησε ο περιορισμός, ξεκίνησε και η συγγραφή, αφού είχα όλο το υλικό στα χέρια μου. Προσωπικά, η περίοδος του εγκλεισμού με διευκόλυνε πολύ, αφού είχα άφθονο χρόνο να δουλέψω το μυθιστόρημα, δίχως διακοπή. Απόλαυσα αυτή την περίοδο, που ήταν πολύ δημιουργική για μένα».
Όλα τα βιβλία σας έχουν ιστορικές αναφορές. Ποιο είναι το χρονικό πλαίσιο στο οποίο βάλατε αυτή τη φορά τους ήρωές σας να δρουν;
«Το μυθιστόρημα ξεκινά το 1911, λίγο μετά τον Μακεδονικό Αγώνα και λίγο πριν την απελευθέρωση της Δυτικής Μακεδονίας από τους Τούρκους, το 1912, και φτάνει ως το 1995. Διατρέχει δηλαδή ένα μεγάλο χρονικό διάστημα όπου συμβαίνουν πολλά γεγονότα της παγκόσμιας και της ελληνικής Ιστορίας. Ο χρόνος δεν επιλέχτηκε τυχαία. Αφενός ήθελα να καταπιαστώ λίγο με την περίοδο αμέσως μετά τον Μακεδονικό Αγώνα, αφετέρου να διερευνήσω την επίδραση των σημαντικών γεγονότων στις ανθρώπινες ζωές. Ακόμα κι αν οι άνθρωποι βγαίνουν ζωντανοί μέσα από αυτά, οι ζωές τους θρυμματίζονται κι η ρότα τους αλλάζει».
Τι έρευνα χρειάστηκε να κάνετε για να περιγράψετε με ακρίβεια την ιστορική περίοδο που διατρέχει το βιβλίο σας; «Όπως προανέφερα, το βιβλίο αυτό απαίτησε εκτεταμένη έρευνα σε πολλά ιστορικά και πολιτιστικά στοιχεία. Τα πάντα έπρεπε να διερευνηθούν· τα ιστορικά γεγονότα, τα τοπικά έθιμα, τα τοπωνύμια, η ντοπιολαλιά, η γεωγραφία του τόπου, οι μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα κι έχουν καταγραφεί, η μουσική παράδοση, τα τραγούδια και οι χοροί. Ήταν μια κοπιαστική, μα άκρως απολαυστική έρευνα που κράτησε πάνω από έναν χρόνο και που με πλούτισε σε γνώση».
Έχετε βασιστεί σε αληθινά περιστατικά ή και πρόσωπα;
«Το βιβλίο κατά βάση είναι μια μυθοπλασία, υπάρχουν όμως και πολλά πραγματικά πρόσωπα και, ασφαλώς, γεγονότα της τοπικής Ιστορίας, όπως διασώθηκαν μέσα από τις μαρτυρίες των ανθρώπων που τα έζησαν».
Η Λισσάβω και ο Νάσιος, οι δύο ήρωές σας, γνωρίζονται από μικρά παιδιά. Ποια είναι τα κυριότερα εμπόδια που μπαίνουν στον δρόμο τους και τους αναγκάζουν να χωρίσουν;
«Η κοινωνική και -κυρίως- η οικογενειακή προκατάληψη, η πατριαρχία και, βέβαια, η ίδια η Ιστορία. Η θέληση του πατέρα είναι Νόμος, αλλά όταν οι δυο νέοι την νικούν, έστω και με άνομο τρόπο, έρχεται η Ιστορία και τα γεγονότα να υψώσουν τοίχο ανάμεσά τους και να τους απομακρύνουν. Οι δυο ερωτευμένοι, στροβιλίζονται στη δίνη της κι εμείς συμπάσχουμε».
Τι τους έφερε και πάλι κοντά; Είναι η δύναμη της αγάπης, οι συγκυρίες, η μοίρα; «Όταν υπάρχει μια δυνατή αγάπη, η μοίρα παραμερίζει και υποχωρεί. Ο κόσμος γίνεται μια σταλιά όταν είναι να συναντηθούν δυο άνθρωποι. Οι συγκυρίες δεν είναι παρά η απόδειξη πως το σύμπαν υποκλίνεται μπροστά στη δύναμη μιας αγάπης βαθιάς και ανθεκτικής».
Τι μαθήματα ζωής παίρνουμε από την ιστορία τους;
«Πως τίποτα δεν είναι ικανό να κάμψει μια ισχυρή θέληση κι ένα μεγάλο όνειρο. Και πως ό,τι και να γίνει στη ζωή, ό,τι κι αν προκύψει, εκείνο που μας κρατάει όρθιους είναι το πάθος, όχι μόνο το ερωτικό, αλλά και το πάθος για ό,τι θεωρούμε σπουδαίο και δίκαιο».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]