Με την Ευρώπη να βρίσκεται στον κλοιό νέων περιοριστικών μέτρων που στοχεύουν να αποκτήσουν έλεγχο στην εξάπλωση της παραλλαγής Όμικρον του κορωνοϊού, η μάχη για αρκετές χώρες δίνεται και πάλι στα νοσοκομεία. Παρόλο που τα προκαταρκτικά στοιχεία δείχνουν ότι το νέο στέλεχος έχει μειωμένη νοσηρότητα συγκριτικά με τα προηγούμενα στελέχη του ιού, σταθερός στόχος αποτελεί να αποτραπεί η πίεση στο σύστημα υγείας που αναπόφευκτα οδηγεί σε θανάτους.
Μια έκθεση, τον περασμένο μήνα, από το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τα Συστήματα και τις Πολιτικές Υγείας, σε συνεργασία με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), ανέφερε ότι η ικανότητα διατήρησης της κανονικής λειτουργίας των υπηρεσιών υγείας «έχει επιτευχθεί άνισα σε όλες τις χώρες».
Ορισμένα κράτη επέδειξαν «επινοητικότητα και ικανότητα να απορροφούν, να προσαρμόζονται και να μεταμορφώνονται μπροστά στο σοκ». Αλλά αυτή η «ιστορία ελπίδας» εξισορροπήθηκε από «μια ιστορία απόγνωσης, που αποκαλύπτει τη χρόνια υποεπένδυση στα συστήματα υγείας, που εκδηλώνεται με κενά κάλυψης υγείας, ελλείψεις εργατικού δυναμικού, ελαττωματικά συστήματα πληροφοριών υγείας και πολλές άλλες αδυναμίες», αναφέρει η ανάλυση.
Κάποις ευρωπαϊκές χώρες ξεκίνησαν με καλύτερα εφόδια από άλλες. Για παράδειγμα η Γερμανία και η Αυστρία, μπήκαν στην πανδημία με περισσότερες κλίνες εντατικής θεραπείας, σε σχέση με τον πληθυσμό τους, συγκριτικά με άλλες χώρες. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Γερμανία έχει 28,2 νοσοκομειακές κλίνες ανά 100.000 κατοίκους και η Αυστρία 21,8 έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου που είναι 14,1.
Μία μεγάλη ευρωπαϊκή οικονομία που έχει δεχτεί σφοδρά «χτυπήματα» από τον κορωνοϊό είναι η Γαλλία, όπου το σύστημα υγείας, σύμφωνα με τους υγειονομικούς, έχει υποστεί χρόνιες υποεπενδύσεις και κακοδιαχείριση για δεκαετίες. Η Γαλλία βρίσκεται στη μέση άλλης μίας έκρηξης κρουσμάτων Covid-19, ήδη προτού γίνει αισθητός ο πλήρης αντίκτυπος της παραλλαγής Όμικρον, αυξάνοντας το άγχος στο σύστημα υγείας και στους ανθρώπους που εργάζονται σε αυτό.
Στη Γαλλία, οι αυξανόμενες λοιμώξεις Covid-19 σε συνδυασμό με τις ελλείψεις προσωπικού ανάγκασαν 7 από τις 13 περιφέρειες να ενεργοποιήσουν σχέδια έκτακτης ανάγκης νοσοκομείων, επιτρέποντάς τους να αναβάλλουν τις επεμβάσεις, να καλέσουν ενισχύσεις στον ιδιωτικό τομέα και να ακυρώσουν τις άδειες του προσωπικού.
Πλέον τα κρούσματα στα νοσοκομεία αυξάνονται σταθερά από τα τέλη Νοεμβρίου για να φτάσουν τις 7.000 νέες εισαγωγές την εβδομάδα, αριθμός που, χάρη στον εκτεταμένο εμβολιασμό, παραμένει χαμηλότερος από τις 10.000 έως τις 15.000 που καταγράφηκαν σε προηγούμενα κύματα. Ωστόσο, κυβερνητικοί αξιωματούχοι έχουν προειδοποιήσει ότι το σύστημα θα μπορούσε να εξακολουθήσει να κατακλύζεται τις επόμενες εβδομάδες, εκτός εάν η Όμικρον αποδειχθεί ότι προκαλεί πιο ήπια ασθένεια από ό,τι αναμενόταν.
Η χώρα δεν απέχει πολύ από το να αντιμετωπίσει μια κρίση εργατικού δυναμικού. Ενδειτική είναι επίσης μελέτη της Ομοσπονδίας Γαλλικών Νοσοκομείων που ερεύνησε 330 ιδρύματα σε εθνικό επίπεδο τον Νοέμβριο, διαπιστώνοντας ότι το 6% των κλινών δεν ήταν διαθέσιμες λόγω ελλείψεων προσωπικού, ενώ λίγο λιγότερο από το 5% των θέσεων νοσηλευτών ήταν κενές.
Να σημειωθεί ότι η Γαλλία προσπάθησε να στηρίξει το σύστημα υγείας της και να διορθώσει τα προβλήματα που εκτέθηκαν από το πρώτο κύμα Covid. Ωστόσο, σύμφωνα με του επικριτές, η μεταρρύθμιση δεν προχωρά αρκετά. Πριν από τη μεταρρύθμιση, οι γάλλοι νοσηλευτές κέρδιζαν λιγότερο από τον εθνικό μέσο μισθό με την αμοιβή τους να κατατάσσεται στην 22η θέση από τις 33 χώρες στον ΟΟΣΑ. Το νέο σχέδιο τους δίνει αύξηση 183 ευρώ το μήνα.
Παρόμοια προβλήματα έχουν εμφανιστεί και στη Γερμανία. Σύμφωνα με έρευνα του 2021 από το Γερμανικό Νοσοκομειακό Ινστιτούτο (DKI), περίπου το 72% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι είχαν λιγότερο προσωπικό εντατικής θεραπείας από πέρυσι λόγω παραιτήσεων, αλλαγών εργασίας ή περικοπών ωρών εργασίας. Σχεδόν το 90% των νοσοκομείων ανέφεραν ότι δεν μπορούν να λειτουργήσουν πλήρως όλα τα κρεβάτια εντατικής θεραπείας τους.
Η Δρ Natasha Azzopardi-Muscat, ανώτερος αξιωματούχος του ΠΟΥ που ερευνά τα συστήματα υγείας στην Ευρώπη, εξηγεί ότι οι ελλείψεις προσωπικού είναι το κυρίαρχο πρόβλημα για τις σκληρά πιεσμένες υπηρεσίες υγείας.
Επαγγελματικές οργανώσεις έχουν αρχίσει να αναφέρουν υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης, άγχους και αϋπνίας μεταξύ των εργαζομένων στον τομέα της υγείας. Μια πρόσφατη έρευνα του Ιρλανδικού Οργανισμού Νοσοκόμων και Μαιών (INMO) έδειξε ότι σχεδόν τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων είχαν φροντίσει ασθενείς που πέθαναν από Covid-19 και το 85% πίστευε ότι η εμπειρία είχε αρνητικό ψυχολογικό αντίκτυπο σε αυτούς.
«Είναι εκπληκτικό, ότι το 97% πιστεύει ότι είχε αρνητικό αντίκτυπο στους συναδέλφους τους καθώς έβλεπαν [τους] να ταλαιπωρούνται, μέρα με τη μέρα», δήλωσε ο Siobhan de Paor, ένας αξιωματούχος του INMO. Ο αντίκτυπος αρχίζει να γίνεται αισθητός στην πρώτη γραμμή, όπου τα κρεβάτια έπρεπε να κλείσουν λόγω ελλείψεων προσωπικού σε ορισμένες περιοχές, ιδιαίτερα στις αγροτικές κοινότητες της Ιρλανδίας, πρόσθεσε.
naftemporiki.gr με πληροφορίες από Financial Times