Η πλειοψηφία των αιτούντων άσυλο που είναι θύματα βασανιστηρίων παραπέμφθηκαν για να πιστοποιηθούν ενώ είχαν λάβει ήδη τουλάχιστον μία απορριπτική απόφαση, χωρίς να αναγνωρίζεται η ευαλωτότητά τους νωρίτερα, από το προσωπικό των υπηρεσιών που τους εξετάζει, όπως προκύπτει από έρευνα που διεξήγε η μη κυβερνητική οργάνωση Μετάδραση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τα τελευταία τρία χρόνια εφαρμογής του προγράμματος πιστοποίησης θυμάτων βασανιστηρίων της Μετάδρασης, το 63% των πιστοποιημένων θυμάτων βασανιστηρίων εισήχθη στο πρόγραμμα αφού είχε λάβει απορριπτική απόφαση πρώτου βαθμού και το 23% αφού είχε λάβει απορριπτική απόφαση δευτέρου βαθμού. Μόλις το 2% μπήκε στο πρόγραμμα όταν είχε ολοκληρωθεί η πρώτη συνέντευξη και το 1% κατά την αναμονή της καταγραφής.
Όπως σημειώνει σε έκθεσή της η οργάνωση, που αποτελεί εξειδικευμένο φορέα παραπομπής θυμάτων βασανιστηρίων, τα στοιχεία αυτά αναδεικνύουν «τα κενά και λάθη στο ελληνικό σύστημα ασύλου και τις κρατικές υπηρεσίες που θα όφειλαν να υποστηρίζουν τους επιζώντες βασανιστηρίων».
Το πρόβλημα με τα στρατιωτικά νοσοκομεία
Επίσης, η Μετάδραση διαπίστωσε ότι τα νοσοκομεία στη χώρα δεν είναι σε θέση να κάνουν την έρευνα που απαιτείται από τη νομοθεσία για την πιστοποίηση των θυμάτων βασανιστηρίων, καθώς δεν διαθέτουν εξειδικευμένες και ειδικά εκπαιδευμένες ομάδες. Την ίδια ώρα, η οργάνωση σημειώνει ότι η συμπερίληψη στρατιωτικών νοσοκομείων στη διαδικασία που προβλέπεται από το νόμο 4636/2019 «προδίδει άγνοια για το γεγονός ότι το θύμα βασανιστηρίων ενδεχομένως να έχει υποστεί σε περιβάλλον ένστολων τα όσα βίωσε και δεν είναι δυνατόν να εκτεθεί εκ νέου σε ένα παρόμοιο περιβάλλον».
Τη χρονική περίοδο Ιανουαρίου 2016- Σεπτεμβρίου 2021, το 21,4% των πιστοποιημένων θυμάτων βασανιστηρίων στην Ελλάδα προέρχεται από τη Συρία, το 20,52% από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, το 14,33% από το Ιράκ, το 7,43% από το Ιράν και το 6,46% από το Αφγανιστάν.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο η οργάνωση αναφέρει ότι δεν υπάρχει σε καμία χώρα κρατικός μηχανισμός πιστοποίησης θυμάτων βασανιστηρίων που να είναι σύμφωνος με τις αρχές και μεθόδους που υποδεικνύει το Διεθνές Πρωτόκολλο της Κωνσταντινούπολης. Επιπλέον, σε όσες χώρες έχει αναγνωριστεί η ανάγκη εντοπισμού των ευάλωτων ομάδων στο πλαίσιο της διαδικασίας ασύλου, κάποιοι κρατικοί υπάλληλοι με ατελή και αναποτελεσματικό τρόπο επιχειρούν να αναγνωρίσουν θύματα βασανιστηρίων. Ακόμα και σε περιπτώσεις όπου στη διαδικασία λαμβάνουν μέρος γιατροί ή άλλοι επαγγελματίες υγείας, διαπιστώνεται ότι δεν διαθέτουν εξειδικευμένη και επαρκή εκπαίδευση. Επισημαίνεται ότι καθοριστικό ρόλο στο θέμα της ταυτοποίησης θυμάτων βασανιστηρίων διαδραματίζουν διεθνώς εξειδικευμένες μη κυβερνητικές οργανώσεις.
Η Μετάδραση υπογραμμίζει την ανάγκη να υπάρχουν ανεξάρτητες εξειδικευμένες και διεπιστημονικές ομάδες στις διαδικασίες αναγνώρισης και ταυτοποίησης των θυμάτων βασανιστηρίων. Επίσης, ζητάει την αφαίρεση της αρμοδιότητας της αναγνώρισης-πιστοποίησης των θυμάτων από τα στρατιωτικά νοσοκομεία, αλλά και να εξασφαλιστεί μέσω του νόμου η συνεργασία με οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που διαθέτουν έμπειρες, ανεξάρτητες διεπιστημονικές ομάδες. Τέλος, ζητά την ένταξη ειδικής υποχρεωτικής ενότητας για τα θύματα βασανιστηρίων στην εκπαίδευση των στελεχών των υπηρεσιών που εμπλέκονται άμεσα στην ταυτοποίηση, ιατρική εξέταση και διαδικασία ασύλου.
Σημειώνεται ότι η έκθεση με τίτλο «Θύματα βασανιστηρίων: από την ανίχνευση στην προστασία» και η έρευνα που προηγήθηκε εντάσσονται στις δράσεις συνηγορίας και ενημέρωσης του προγράμματος της Μετάδρασης «Ελπίδα και μνήμη: ταυτοποίηση και πιστοποίηση θυμάτων βασανιστηρίων», που υλοποιείται στο πλαίσιο του προγράμματος «Active citizens fund», το οποίο χρηματοδοτείται από τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.