Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Οι Νοτιοκορεάτες δεν σαρώνουν μόνο στο Νetflix, αποκτούν και νέες έξεις.
Σε μία υπερ-ανταγωνιστική κοινωνία για την εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση, για τους καλύτερους βαθμούς, για την εύρεση εργασίας, αλλά και την επακόλουθη αμείλικτη κούρσα επιδόσεων μόλις καταφέρουν να προσληφθούν, ξεπηδά μια αλλιώτικη αποχή, που ξαναζωντανεύει τη φυσική αρχιτεκτονική των βιαστικών όντων.
Λίγη ώρα χωρίς βασανιστικές υποθέσεις, χωρίς ευδιάκριτο κέρδος, χωρίς υποταγή στους νόμους της παραγωγικότητας και της χρησιμοθηρίας.
Όλα παραμένουν τα ίδια. Η δουλειά, τα ωράρια, η χώρα, οι σχέσεις, οι θέσεις, τα παράσιτα, κινηματογραφικά και μη, το χρήμα, που είναι «σαν το ηλεκτρικό σίδερο. Ισιώνει όλα τα τσαλακώματα», «το Παιχνίδι του Καλαμαριού», τα πάθη του λιναριού. Μόνο που έχουν μικρύνει. Χωρούν στα φύλλα των δέντρων, που παρατηρούν σε ένα καφέ μόνοι. Μόνοι.
Είναι, διαβάζω στη «Washington Post», τάση το «hitting mung». Αν καταλαβαίνω καλά, περιγράφει μια κατάσταση κενού, ακινητοποίησης του ρυθμού του κόσμου, παρόμοια μ’ αυτήν που θα χαρακτηρίζαμε ως ταβανοθεραπεία. Εκτός σπιτιού, όμως. Πληρώνεις για μια γωνιά χαλάρωσης σε ένα καφέ, για μια καρέκλα απέναντι από έναν καθρέπτη, για ένα κάθισμα με θέα έναν κήπο ή μια οθόνη που προβάλλει βίντεο με φωτιά που καίει. Εκεί κανένας δεν μιλά, τα κινητά σε αθόρυβη λειτουργία, ο χρόνος στη γωνία.
«Είναι τόσο δύσκολο να βρεις χώρους στην κορεατική κοινωνία όπου να είναι αποδεκτό να μην κάνεις απολύτως τίποτα».
Είναι τόσο δύσκολο να συναντιέσαι με τον άλλο χρόνο, τον παλιό, τον αργόσυρτο.
Είναι, όμως, τόσο εύκολο, όπως δείχνει η νέα τάση, να προωθούνται, με το αζημίωτο, θεραπείες -από τα ειδικά «σχολεία θανάτου» αντίδοτο στα «τρελά» ποσοστά αυτοκτονίας μέχρι τον ολιγοήμερο εκούσιο εγκλεισμό σε ένα κελί, ιδιότυπη απόδραση από τους έντονους ρυθμούς της ζωής- για «ασθένειες», που δημιουργούν οι ίδιες οι κοινωνίες.