Το μυθιστόρημα της Ματίνας Ευαγγέλου, «Θα Σου Δείξω τον Φόβο», έχει επίκεντρο τη γυναίκα και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίμετρο.
Η συγγραφέας μάς καλεί να ακολουθήσουμε τις ηρωίδες της σ’ ένα ταξίδι εξέλιξης και αυτογνωσίας. Να τις γνωρίσουμε, να τις νιώσουμε, να δούμε το φως και τα σκοτάδια τους, και έπειτα ν’ αναρωτηθούμε οι ίδιοι: Αν το τέλος ήταν αύριο, τι θα θέλαμε από τη ζωή, ακόμη; Τι δεν έχουμε κάνει; Ποια κομμάτια λείπουν από το παζλ μας;
Μιλήσαμε μαζί της.
«Θα σου δείξω τον φόβο», το πρώτο σας βιβλίο. Πώς προέκυψε η ανάγκη της συγγραφής και ποια ήταν η καθοριστική στιγμή που σας έκανε ν’ ασχοληθείτε συστηματικά;
«Δεν υπήρξε καθοριστική στιγμή, παρά βολική χρονική συγκυρία. Είναι το αγαπημένο μου κλισέ αυτό, το πόσο επωφελήθηκα από τους αργούς ρυθμούς της πανδημίας. Σε σχέση με τη συγγραφή ως ανάγκη, υποθέτω πως ακόμη και τότε που δεν έγραφα με σκοπό να διαβαστώ, πάντοτε επεδίωκα να εκφράζομαι αυθεντικά, επιχειρώντας τη δική μου ερμηνεία στα πράγματα. Μάλλον έγινα συγγραφέας επειδή τα θεωρώ όλα σημαντικά, ακόμη και τα μικρά, κυρίως αυτά. Οι παρενθέσεις των δεύτερων σκέψεων, οι λεπτομέρειες των εικόνων είναι τόσο απαραίτητες σε μένα για τη δημιουργία νοήματος».
Ποια τα συναισθήματά σας τη στιγμή που πήρατε στα χέρια σας τυπωμένο το βιβλίο σας. «Κλασική… έκλαψα από συγκίνηση. Ένιωσα ότι πια έχει φύγει από εμένα. Είναι παράξενο, η συγγραφή είναι σα να γεννάς έναν ενήλικα, που δε σε έχει ανάγκη. Θα τα πάει περίφημα ή χάλια, ανεξάρτητα από εσένα. Επίσης, ένιωσα πολύ περήφανη που το βιβλίο είναι όμορφο ως αντικείμενο. Το εξώφυλλό του κοσμεί η δημιουργία “Κέλυφος” του εικαστικού Μιχάλη Γκούμα».
Συστήστε μας τις βασικές σας ηρωίδες.
«Το βιβλίο μου ξεκινά με τη Λουκία, την ηρωίδα που πλαισιώνει την κεντρική ως ερωτική της αντίζηλος. Είναι φοιτήτρια -την ακολουθώ ως την άσκησή της, ο ρυθμός είναι γρήγορος και το ύφος ανάλαφρο και ευχάριστο. Όπως και η ίδια. Στην επόμενη ενότητα προχωρώ στην κεντρική μου ηρωίδα, την Ελβίρα. Το ύφος εδώ βαθαίνει και ο προβολέας φωτίζει τις ιερές και ανίερες στιγμές της. Είναι αρκετά μεγαλύτερη σε ηλικία, καλλιτέχνης· είναι ένα πρόσωπο μοιραίο, που προσπαθεί με πάθος να εξελίξει τη ζωή της, παρά τα φαντάσματα που την κυνηγούν. Επίσης, γνωρίζω την κόρη της Ελβίρας, την Έλλα, φοιτήτρια στο Λονδίνο. Παρά το δύσκολο παρελθόν της, που συνδέεται με τα φαντάσματα της μητέρας της, έχει τη δύναμη να τραβήξει τον δικό της ξεχωριστό δρόμο, δημιουργώντας θαυμασμό και συμπάθειες σε έναν χαοτικό περίγυρο, που όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, όμως, είναι λιγότερο απειλητικός από τον αθηναϊκό κύκλο της μητέρας της».
Ο τίτλος μοιάζει… απειλητικός. Πώς καταλήξατε σ’ αυτόν και τι συμβολίζει; «Κάθε άλλο παρά απειλητικός. Καθησυχαστικός είναι στην πραγματικότητα. Ο τίτλος είναι μέρος του διάσημου στίχου του Τ.Σ. Έλιοτ στην “Έρημη Χώρα”, όπως τον γνωρίζουμε από τη μετάφραση του Σεφέρη -“θα σου δείξω τον φόβο σε μια χούφτα σκόνη”. Είναι ένας αγαπημένος μου στίχος και ένα αγαπημένο νόημα. Για μένα σημαίνει ότι ο φόβος υπάρχει παντού και είναι σύμφυτος με τη θνητότητα. Η σκόνη, τα ερείπια, το παρελθόν περιέχουν τον φόβο όσων πέρασαν και τα ακούμπησαν. Όλοι αναμετρήθηκαν με τον θάνατο, σε όλες τις εποχές. Άρα, ο φόβος θα πρέπει να είναι δεδομένος».
Μπορεί ο φόβος να χρησιμοποιηθεί υπέρ μας; Έχει κάτι να μας μάθει; Μπορεί αν τον διαχειριστούμε να πάμε μπροστά;
«Αφού, λοιπόν, ο φόβος είναι αναπόφευκτος, δεν έχουμε παρά να τον διαχειριστούμε. Σε καμιά περίπτωση δε θα πρέπει να αποτελεί εμπόδιο στην εξέλιξή μας. Ζούμε μια φορά και η ζωή μάς ανήκει. Άρα με αυτή την έννοια, αυτό που μπορεί να μας εξελίξει, δεν είναι η απόλυτη άρνηση του φόβου, αλλά τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη διαχείρισή του. Τι είναι αυτό που θέλουμε να κάνουμε, αφού εμπεδώσουμε την υπαρξιακή ελευθερία μας».
Ένας δικός σας μεγάλος φόβος και τρόποι διαχείρισης; «Δε διαφέρω από κανέναν άλλον. Φοβάμαι την απώλεια, τον πόνο, την απουσία, όλες αυτές τις εκφάνσεις του θανάτου. Ως μητέρα έχω όλες τις αναμενόμενες αγωνίες. Τις διαχειρίζομαι με ψυχανάλυση. Πιστεύω τρομερά σε αυτήν και θεωρώ ότι για την αυριανή κοινωνία είναι εξίσου σημαντική ως λειτουργία με τον θεσμό του σχολείου».
Τι θα θέλατε να σκεφτεί, να νιώσει ο αναγνώστης φτάνοντας στο τέλος του βιβλίου;
«Δε θα ήθελα να το προκαθορίσω το περιεχόμενο της εμπειρίας που θα γεννηθεί. Ο καθένας βλέπει ό,τι θέλει και μπορεί. Θα ήθελα, πάντως, να έχει απολαύσει την ίδια την ανάγνωση, γιατί αυτό που με αφορά είναι η δημιουργία της ιδανικής ατμόσφαιρας, ώστε η ανάγνωση να μετουσιωθεί σε κάτι υπερβατικό».
Κάποιος συγγραφέας, που το έργο του σας έχει επηρεάσει βαθιά;
«Γενικά αγαπώ την αμερικανική λογοτεχνία· είναι ένα αλλιώτικο κάδρο από το δικό μας, με την έννοια ότι κυριαρχεί μια θεματολογία που σε σχέση με εμάς θα την έλεγα εξελιγμένη, αφού καταπιάνονται με κεντρικές ιδέες που εμείς θα εμπεδώσουμε ως κοινωνία αργότερα. Αγαπώ την κατάρρευση του ιδεατού στον Σκοτ Φιτζέραλντ, την υποβόσκουσα παθογένεια αλλά και την αποδοχή της στο έργο του Φόστερ Γουάλας, τη μίνιμαλ μοναξιά στα διηγήματα του Ρέιμοντ Κάρβερ και της Άλις Μονρό. Εκφραστικά με συγκινεί ατελείωτα ο Ντε Λίλο, θα έλεγα ότι είναι ο φάρος μου. Από τους πιο σύγχρονους θεωρώ τον Τζόναθαν Φράνζεν και τον Όσιαν Βουόνγκ εκκωφαντικά ταλέντα».
Αν το βιβλίο σας μεταφερόταν στον κινηματογράφο, ποιο θα ήταν το soundtrack; «Ίσως το “Heart asks pleasure first” του Michael Nyman. Είναι το γνωστό κομμάτι από την ταινία “Μαθήματα Πιάνου”. Από την απλή, μελωδική γραμμή του ξεπηδά πολύ συναίσθημα, που μας κατακλύζει. Νιώθω πως ταιριάζει με την ιστορία μου, που είναι απλή φαινομενικά, αλλά οι χαρακτήρες έχουν αρκετές αναγνώσεις, ώστε να νιώσουμε την αλήθεια τους εν τέλει διαισθητικά».
Υπάρχει κάποια ασχολία, κάποια συνήθεια όπου καταφεύγετε για να αναζητήσετε έμπνευση;
«Παρατηρώ πολύ, ασύνδετα πράγματα. Την κόμμωση μιας μεγάλης κυρίας δίπλα μου στο σούπερ μάρκετ, τον τρόπο που σφίγγει τα χρήματά της, την ανυπομονησία στην επιβίβαση στο αεροσκάφος· ζω για τα ανυποψίαστα πρόσωπα, για τον τρόπο που ο καθένας κουβαλά τον εαυτό του. Οι απλές περιγραφές είναι το μικροκλίμα της συγγραφικής δημιουργίας».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]