Οτιδήποτε εκτοξεύεται από τη Γη με προορισμό το Διάστημα και ειδικά οι αποστολές που κατευθύνονται σε άλλα διαστημικά σώματα (πλανήτες, δορυφόρους, αστεροειδείς, κομήτες) υπόκειται στην μέγιστη δυνατή αποστείρωση ώστε να μην μεταφέρουν μαζί τους κάποιο γήινο μικροοργανισμό μολύνοντας με αυτόν τον κόσμο που θα επισκεφτούν. Ο ίδιος φόβος υπήρχε και όταν πραγματοποιούνταν επανδρωμένες αποστολές στη Σελήνη με τους αστροναύτες να περνούν από διάφορα στάδια καθαρισμού και καραντίνας όταν επέστρεφαν στον πλανήτη μας.
Όμως έχει περάσει σχεδόν μισός αιώνας από την τελευταία επανδρωμένη αποστολή στη Σελήνη και οι φόβοι αυτοί εξανεμίσθηκαν. Όμως η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας έχει επιτρέψει την οργάνωση αποστολών στο πλαίσιο των οποίων σκάφη ή δείγματα υλικών που έχουν συλλεχθεί σε άλλες περιοχές του ηλιακού μας συστήματος επιστρέφουν στη Γη.
O πιο προηγμένος ρομποτικός εξερευνητής που έχουμε στείλει στον Άρη, αυτός της αποστολής Perseverance, συλλέγει δείγματα πετρωμάτων τα οποία αποθηκεύει και αυτά θα επιστρέψουν στη Γη για να γίνει ανάλυση τους σε εργαστήρια με επόμενες αποστολές που σχεδιάζονται για αυτό ακριβώς τον σκοπό.
Με δημοσίευση τους στην επιθεώρηση «BioScience» ερευνητές του Πανεπιστημίου McGill στο Μόντρεαλ του Καναδά αναφέρουν ότι ελλοχεύουν σημαντικοί κίνδυνοι από αυτή την διαδικασία. Όπως υποστηρίζουν θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι δεν θα φθάσουν εδώ εξωγήινοι μικροοργανισμοί οι οποίοι είναι φυσικά άγνωστο τι μπορεί να προκαλέσουν. Για να στηρίξει την άποψη της η επιστημονική ομάδα αναφέρει το παράδειγμα ενός μύκητα της Νοτίου Αμερικής που μεταφέρθηκε άγνωστο πώς στην Αυστραλία με αποτέλεσμα να επιτίθεται στους ευκάλυπτους και είτε να εμποδίζει την ανάπτυξη τους είτε ακόμη και να τους καταστρέφει ολοσχερώς.
«Η αναζήτηση ζωής μακριά από τη Γη είναι ένα συναρπαστικό εγχείρημα που μπορεί να προκαλέσει τρομερές ανακαλύψεις στο κοντινό μέλλον. Όμως δεδομένου του ότι ο αριθμός των διαστημικών αποστολών αυξάνεται διαρκώς, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που θα επιστρέψουν στη Γη, είναι κρίσιμης σημασίας ζήτημα να μειώσουμε τους κινδύνους μόλυνσης και στις δύο κατευθύνσεις» αναφέρει ο Άντονι Ρικιάρντι, καθηγητής του τομέα βιολογία εισβολών στο Πανεπιστήμιο McGill. Ο τομέας αυτός ασχολείται με τη μελέτη ειδών που προερχόμενα από άλλο οικοσύστημα εισβάλουν σε κάποιο άλλο. Ο Ρικιάρντι και οι συνεργάτες του υποστηρίζουν ότι πρέπει να υπάρξει συντονισμός ανάμεσα σε αστροβιολόγους και βιολόγους εισβολών για την αντιμετώπιση πιθανών απειλών.
«Αν οι αστροβιολόγοι εντοπίσουν ζωή έξω από τη Γη μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για το τι είδους οργανισμός μπορεί να είναι αυτός. Η πιθανότερη μορφή ζωής που θα συναντήσουμε θα είναι μικροβιακή ή βακτηριακή» υποστηρίζει ο McGill. Αν και οι επιστήμονες θεωρούν εξαιρετικά μικρή την πιθανότητα έλευσης στη Γη κάποιου εξωγήινου μικροοργανισμού εξαιτίας των ακραίων συνθηκών που θα συναντήσει στο ταξίδι μέχρι τον πλανήτη μας η πιθανότητα υπάρχει και για αυτό θα πρέπει όλοι οι εμπλεκόμενοι να το λάβουν σοβαρά υπόψη τους και να συνεργαστούν για την αποφυγή μιας κατάστασης που μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες.