Συνέντευξη στη Βάσω Βεγίρη
[email protected]
«Η εγγύηση της ασφάλειας του ελληνικού λαού δεν μπορεί να τίθεται υπό αίρεση», τονίζει σε Συνέντευξη του στη «Ν» ο πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων-βουλευτής ΝΔ στην Α΄ Εκλογική Περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, Κώστας Γκιουλέκας, υπερθεματίζοντας την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων της χώρας μας για την οχύρωση της ειρήνης.
Παράλληλα απευθύνει το μήνυμα ότι η Κυβέρνηση οφείλει να στηρίξει τα νοικοκυριά, τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους ανέργους και τις επιχειρήσεις και "να πάρει όσα μέτρα χρειάζονται, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κρίση της ακρίβειας".
Κύριε Γκιουλέκα, είστε Πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων, μια Επιτροπή από τις πιο επίκαιρες και σημαντικές θα λέγαμε λόγω της επιθετικότητας της Τουρκίας. Μέχρι πού πιστεύετε ότι θα το πάει η Άγκυρα;
Ομολογουμένως τα τελευταία χρόνια τα ζητήματα αυτά βρίσκονται ακόμη περισσότερο στην επικαιρότητα, γιατί δυστυχώς βρισκόμαστε σε μια περίοδο συνεχών απειλών, σε μια αναταραχή την οποία προκαλεί η Άγκυρα. Η γνώμη μου είναι ότι η Άγκυρα θα συνεχίσει να προκαλεί, διότι αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε μία διαρκή απομόνωση και δέχεται καταγγελίες για τη στάση της από παντού, ακόμη και από παραδοσιακούς φίλους και εταίρους.
Το ζητούμενο βέβαια είναι πώς όλο αυτό το αντιμετωπίζει μια χώρα όπως η Ελλάδα. Αυτό το οποίο εμείς κάνουμε είναι μεθοδικά και συστηματικά, χωρίς πομπώδεις εκφράσεις, να αναβαθμίζουμε τον αποτρεπτικό μας παράγοντα και την ισχύ της χώρας μας. Αναβαθμίζουμε με άλλα λόγια τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας, ακριβώς για να οχυρώσουμε την ειρήνη μας.
Η Ελλάδα ως ένας παράγοντας σταθερότητας και ειρήνης στην περιοχή στέλνει το μήνυμα ότι θέλει καλές σχέσεις με όλους, αλλά πάντοτε στη βάση πάντοτε του Διεθνούς Δικαίου. Τα όσα παράλογα, ανιστόρητα και αβάσιμα προβάλλει η Τουρκία από την πλευρά της δεν αποτελούν παρά μονομερείς διεκδικήσεις, που ασφαλώς δεν μπορούν να γίνουν ούτε αντικείμενο διαλόγου, ούτε πολύ περισσότερο οποιαδήποτε διαπραγμάτευσης. Με την Τουρκία έχουμε μόνο μία διαφορά, τον ορισμό της υφαλοκρηπίδας και κατ' επέκταση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να συζητήσουμε οτιδήποτε άλλο. Και βέβαια αυτό είναι και ένα μήνυμα που πρέπει να το στείλουμε και στο εξωτερικό, σε φίλους, εταίρους, συμμάχους, αλλά και στο εσωτερικό της χώρας, σε κάποιους οι οποίοι ήταν υπέρ της τακτικής του ενδοτισμού. Το δόγμα "να τα βρούμε με την Τουρκία" δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να είναι οδηγός και γνώμονας για την ελληνική εξωτερική πολιτική.
Στην Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων έχουμε πάρει πολλές πρωτοβουλίες και έχουμε κάνει κοινές συνεδριάσεις με τις αντίστοιχες Επιτροπές Άμυνας και Εξωτερικών με τη Γαλλία, , Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Κύπρο και ενημερώνουμε για τις ελληνικές θέσεις και για την ένταση που παράγει η Άγκυρα έναν μεγάλο αριθμό βουλευτών στην Ευρώπη, στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής διπλωματίας. Η Επιτροπή αυτή έχει συνεδριάσει επάνω από 80 φορές τα τελευταία δυο χρόνια, ενώ στο παρελθόν συνεδρίαζε έξι έως δέκα φορές ετησίως.
Αναφερθήκατε στην ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων, έχουμε επίσης και τις πρόσφατες αμυντικές συμφωνίες με Γαλλία και ΗΠΑ. Έχουμε αντιδράσεις, όμως, από την αξιωματική αντιπολίτευση ως προς τις συμφωνίες αλλά και κριτική για επιβάρυνση του αμυντικού. Τι απαντάτε;
Καταρχήν λυπάμαι πάρα πολύ που στα εθνικά θέματα στέλνουμε μια εικόνα ότι δεν υπάρχει ένα αρραγές εθνικό μέτωπο, με την καταψήφιση και των κονδυλίων για την Άμυνα στον προϋπολογισμό που τρέχει και των συμφωνιών αυτών που έχουν γίνει. Κανένας δεν μπορεί να παίζει με την ασφάλεια του ελληνικού λαού, ούτε να ρισκάρει την αποτελεσματική προστασία και υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας.
Σε ό,τι αφορά στις δαπάνες για την Άμυνα, ναι, με πρωτοβουλία του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει γίνει μια πολύ σημαντική διεύρυνση των δαπανών για την εθνική άμυνα, εντελώς όμως απαραίτητη για να αποκατασταθούν ισορροπίες που είχαν διαταραχτεί σε βάρος μας όλα τα προηγούμενα χρόνια. Υπήρξαν κενά που η Ελλάδα δεν μπορούσε να τα αφήσει έτσι, ακριβώς γιατί η εγγύηση της ασφάλειας του ελληνικού λαού δεν μπορεί να τίθεται ούτε υπό αίρεση, ούτε από την άλλη υπό πιθανολόγηση.
Και για να είμαστε σε θέση να εγγυηθούμε αυτήν την ασφάλεια πρέπει να διαθέτουμε και την απαραίτητη ισχύ στις ένοπλες δυνάμεις, προκειμένου αυτές να λειτουργούν ως ένας ισχυρός αποτρεπτικός παράγοντας για τον οποιονδήποτε θα ήθελε να επιβουλευθεί τα εθνικά μας δίκαια.
Ένα άλλο μέτωπο που αφορά τα εθνικά μας θέματα και υπάρχουν εξελίξεις αφορά στη Βόρεια Μακεδονία, όπου αποσοβήθηκε την τελευταία στιγμή η κατάρρευση της Κυβέρνησης, ενώ τυπικά η χώρα έχει εκλογές το 2024. Πώς βλέπετε τις εξελίξεις αυτές και πώς επηρεάζουν τις σχέσεις μας;
Η κατάσταση είναι ρευστή, στο γειτονικό κράτος σαφώς υπάρχει μια αναταραχή. Ασφαλώς και η Ελλάδα επιθυμεί την σταθερότητα στο γειτονικό κράτος, γιατί μόνο αυτή μπορεί να εξασφαλίσει ότι δεν θα υπήρχε οποιοσδήποτε κίνδυνος διάσπασης του κράτους αυτού σε επιμέρους κομμάτια, κάτι που δεν θα συνέφερε κανέναν και θα δημιουργούσε άλλη μια μεγάλη εστία στην ευαίσθητη περιοχή μας. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν εμείς παρακολουθούμε με νηφαλιότητα και ψυχραιμία όλες τις εξελίξεις στα Σκόπια. Θεωρώ δυστυχώς ότι οι ισορροπίες είναι πολύ ευαίσθητες αλλά από την άλλη πλευρά νομίζω ότι πρέπει να πούμε σε όσους - και κυρίως στην αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ - μιλάνε για τη Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία η ΝΔ καταψήφισε ως εθνικά επιζήμια συμφωνία και είχε προειδοποιήσει να μην προχωρήσουν στην κύρωσή της τότε οι κυβερνώντες ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, ότι η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να καταγγέλλει τις παραβιάσεις της Συμφωνίας, οι οποίες δυστυχώς είναι συχνές, μόνο και μόνο γιατί αν δεν το κάνει ενδεχομένως αυτή η στάση να μην εκληφθεί ως αδράνεια, αλλά και ως αποδοχή τετελεσμένων από κάποιους σε περίπτωση που δεν το κάναμε.
Μια άλλη μάχη που δίνει η χώρα μας, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, είναι η μάχη της ακρίβειας, για την οποία έχετε επισημάνει ότι τα μέτρα που ανακοινώθηκαν στη ΔΕΘ είναι καλά αλλά υπάρχει ο πόλεμος της ακρίβειας. Θεωρείτε ότι τα μέτρα που έχει λάβει μέχρις στιγμής η Κυβέρνηση είναι επαρκή;
Θεωρώ ότι είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά το αν επαρκούν ή όχι θα κριθεί από την πορεία της ακρίβειας. Να το πω αλλιώς, θεωρώ ότι η Κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να σταθεί και να στηρίξει τα νοικοκυριά, τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους άνεργους και τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα και να πάρει όσα μέτρα χρειάζονται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί αυτή η κρίση. Είναι απαραίτητο, γιατί ας μην ξεχνάμε ότι η ελληνική οικονομία είναι μια οικονομία που βγήκε από μια πολυετή κρίση, υπήρξε η περίοδος της πανδημίας που εκεί δόθηκαν πάνω από 42 δισεκατ.ευρώ για να στηρίξουν την οικονομία και όχι μόνο, αλλά όταν υπάρχει μια ανωτέρα βία και η περίπτωση της ακρίβειας μπορεί να χαρακτηριστεί αναλογικά ως μια ανωτέρα βία, η Κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να στηρίξει και να στηρίξει εκείνους που έχουν περισσότερο ανάγκη πρωτίστως: μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ελεύθερους επαγγελματίες, μισθωτούς, συνταξιούχους, ανέργους.