Του Χαράλαμπου Γκότση*
Οι φορείς της οικονομικής πολιτικής στη χώρα μας διαβιούν σε καθεστώς συνεχούς επαγρύπνησης. Το Υπουργείο Οικονομικών δε διαφέρει πολύ από εκείνο της Πολιτικής Προστασίας, αφού πριν προλάβει να σβήσει μια φωτιά καλείται να αντιμετωπίσει μια καινούργια. Χρηματοπιστωτική κρίση, κίνδυνος de jure χρεοκοπίας και εξόδου από το Ευρώ, πανδημία, και τώρα μας προέκυψε η ενεργειακή κρίση ως προάγγελος της επιταχυνόμενης κλιματικής αλλαγής. Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των προβλημάτων είναι η πρωτοεμαφάνισή τους καθώς και το μέγεθος, κάτι που δυσχεραίνει την αντιμετώπισή τους, αφού δεν υπάρχει προηγούμενη εμπειρία που αποτελεί συνήθως τη βάση αναζήτησης εργαλείων για την οικονομική πολιτική.
INTIME NEWS
Οι αλλεπάλληλες κρίσεις έπληξαν κατά κύριο λόγο διαδοχικά τα εισοδήματα των αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων καθώς και τις μικρότερες επιχειρήσεις. Υπάρχουν στοιχεία πλέον από διεθνείς οργανισμούς και έγκυρα ινστιτούτα, ότι υπήρξε περαιτέρω διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων (απομάκρυνση από το μηδέν της ισότητας του συντελεστή Gini), ενώ πολλές μεγάλες επιχειρήσεις εν μέσω κρίσης αύξησαν την κερδοφορία τους. Όσες από αυτές επλήγησαν, ξεπέρασαν γρήγορα τα προβλήματα και επέστρεψαν σε συνθήκες ομαλότητας, όπως οι αεροπορικές εταιρείες και η τουριστική βιομηχανία. Για παράδειγμα η LUFTHANSA όχι μόνο εμφανίζει ήδη κερδοφορία, αλλά αποπλήρωσε και την τελευταία δόση για τη βοήθεια που έλαβε από το κράτος στο ξεκίνημα της πανδημικής κρίσης, χωρίς όμως να επαναπροσλάβει τις 33.000 εργαζόμενους που απέλυσε. Σε κάθε κρίση δυστυχώς, εκείνοι που παραμένουν σε μειονεκτικότερη θέση είναι οι μισθωτοί και συνταξιούχοι, των οποίων τα εισοδήματα παραμένουν καθηλωμένα, απειλούμενα επιπρόσθετα τώρα και από τη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης, λόγω της διόγκωσης του κύματος ακρίβειας. Αυτό δεν αποτελεί μόνο κοινωνικό πρόβλημα αλλά δυσχεραίνει ταυτόχρονα τις προσπάθειες ανάπτυξης, λόγω της μειωμένης ζήτησης. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όσες άντεξαν στην πολύχρονη οικονομική κρίση, βρίσκονται μπροστά σε μεγάλα προβλήματα προσαρμογής, τα οποία απειλούν την επιβίωση σημαντικού αριθμού τους, με οδυνηρά αποτελέσματα, όχι μόνο για τους μετόχους και τους εργαζόμενους αλλά και την ίδια την εθνική οικονομία. Το πρόβλημα καθίσταται ιδιαίτερα επίκαιρο ενόψει μάλιστα της σταδιακής απόσυρσης των μέτρων στήριξης που έλαβαν λόγω της πανδημίας, τα οποία συνέδεσαν πολλές ΜμΕ με τον αναπνευστήρα ρευστότητας.
Η συμβολή των ΜμΕ στην ελληνική οικονομία
Οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜμΕ) αποτελούν ένα σημαντικό μέρος της επιχειρηματικής και εν γένει της οικονομικής δραστηριότητας σε όλη την Ευρώπη. Η μορφολογία τους διαφέρει από χώρα σε χώρα, κυρίως σε ότι αφορά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, ενώ αντιμετωπίζουν και διαφορετικά προβλήματα και προκλήσεις που σχετίζονται με τη συνέχιση της λειτουργίας τους καθώς και την ανάπτυξή τους. Στην Ελλάδα καταγράφονται περίπου 800.000 ΜμΕ στους περισσότερους τομείς οικονομικής δραστηριότητας με κυρίαρχο εκείνον των υπηρεσιών και κυρίως του εμπορίου. Στην πλειοψηφία τους απασχολούν από 1-10 άτομα, συμβάλλοντας στην εταιρική απασχόληση με 87%, ενώ συμμετέχουν στο σχηματισμό του ΑΕΠ μόνο με 19,3%. Η βασικότερη αιτία για το σχετικά μικρό αποτέλεσμα σε σύγκριση με το μέσο όρο των ΜμΕ των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, που είναι υπερδιπλάσιο, βρίσκεται ακριβώς στο μικρό μέγεθος καθώς και στη χαμηλή παραγωγικότητα, η οποία επίσης υπολείπεται κατά 50%.
Αν προσθέσει κανείς και την υπερχρέωση των περισσότερων που επέζησαν στα χρόνια της κρίσης καθώς και των χρεών που θα προστεθούν, όταν κάνουν ταμείο μετά την απόσυρση των μέτρων στήριξης με αφορμή την πανδημία, αντιλαμβάνεται τη διάχυτη ανησυχία που υπάρχει για το μέλλον του κλάδου.
Έτσι η ευλογία της σημαντικής συμβολής στην απασχόληση, ελλείψει ευκαιριών σε μεγάλες επιχειρήσεις, ακυρώνεται σε μεγάλο βαθμό από την εκτεταμένη φοροδιαφυγή και την έλλειψη δυναμικής μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων του κλάδου να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις του ανταγωνισμού. Αυτό όμως δε σημαίνει, ότι οι ΜμΕ συλλήβδην είναι «ζόμπι» ή δεν έχουν θέση και προοπτική σε μια σύγχρονη οικονομία. Το αντίθετο μάλιστα. Εκείνο που παρατηρούμε στις πιο ανεπτυγμένες χώρες είναι το γεγονός, ότι οι εθνικοί αναπτυξιακοί τους πρωταθλητές, προέρχονται κατά βάσιν από εξειδικευμένες στην παραγωγή προϊόντων με αναγνώριση διεθνώς ως κυρίαρχων brands, μεσαίων επιχειρήσεων. Σημαντικός εξάλλου είναι και ο ρόλος των ΜμΕ στην υποστήριξη μεγαλύτερων εταιρειών με εξαρτήματα και ενδιάμεσα προϊόντα υψηλής εξειδίκευσης.
Η σχέση των ΜμΕ με τις τράπεζες
Όλες οι προσπάθειες βελτίωσης των συνθηκών λειτουργίας και βιώσιμης ανάπτυξης των ΜμΕ, περνούν μέσα από την αύξηση της χρηματοδότησής τους, κάτι που αναγνωρίζεται ως το κυρίαρχο πρόβλημά τους. Σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για συμμετοχή στη χρηματοδότηση συγχωνευόμενων είτε μεμονωμένων επιχειρήσεων, ο ρόλος των τραπεζών είναι κομβικός. Παρότι, η δημόσια εκφρασμένη άποψή μου για την ανορθολογική και αναποτελεσματική δομή του «συστήματος των 4 τραπεζών» που μας προέκυψε (συγκέντρωση 95%), όχι επειδή προήλθε από διαδικασίες που επέβαλλε η αγορά, αλλά από την επιμονή των δανειστών, αυτές θα πρέπει να αναλάβουν το σημαντικό αυτό έργο στο πλαίσιο της αποστολής τους. Ας σημειωθεί όμως, ότι στις περισσότερες χώρες η χρηματοδότηση των ΜμΕ περνάει μέσα από τράπεζες ειδικού σκοπού ή μικρότερες τράπεζες, οι οποίες γνωρίζουν τα προβλήματά τους και διαθέτουν χρόνο και κεφάλαια για την αντιμετώπισή τους.
Χωρίς αμφιβολία, επειδή οι ελεύθερη προς δανεισμό ρευστότητα των τραπεζών δεν είναι απεριόριστη, υπάρχει ανάγκη επιλογής εταιρικών σχημάτων, τα οποία να τεκμηριώνουν την ανταγωνιστική τους θέση στο παρόν, αλλά να υπόσχονται ταυτόχρονα και θετικές προσδοκίες για το μέλλον.
Μια προσπάθεια εξυγιαντικής παρέμβασης θα μπορούσε να προέλθει από τη συγχώνευση ομοειδών ή συμπληρωματικών στο αντικείμενο εταιρειών, ώστε να βελτιωθούν τα οικονομικά τους στοιχεία με στόχο όχι μόνο τη διεύρυνση της χρηματοπιστωτικής τους βάσης αλλά και την αειφόρο ανάπτυξή τους. Κατά πόσο βέβαια με βασικό κίνητρο την έκπτωση υπό προϋποθέσεις του εταιρικού φόρου κατά 30% (Νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών) θα κινητοποιήσει εταιρείες στη δημιουργία μεγαλύτερων σχημάτων, αποτελεί ζητούμενο. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο το εταιρικό σχήμα, αλλά η οργάνωση μιας επιχείρησης ικανής να αντέξει στον ανταγωνισμό, να διαθέτει ικανό προσωπικό, να κρατά βηματισμό στις τεχνολογικές εξελίξεις του κλάδου, να αξιοποιεί τις ψηφιακές διευκολύνσεις, να συμμορφώνεται στα πρότυπα και τους κανονισμούς και να τηρεί εν γένει όλες τις ορθές επιχειρηματικές πρακτικές που περιλαμβάνονται στις απαιτήσεις του πακέτου στοιχείων ESG (Environmental, Social and Governance) που αναφέρονται δηλαδή στο περιβάλλον, την κοινωνία και την εταιρική διακυβέρνηση. Τότε και μόνο τότε θα είναι σε θέση να ανατρέξει στις πηγές χρηματοδότησης με βάσιμη ελπίδα ότι θα βρει ανταπόκριση.
Κλειδί η εμπλοκή των τραπεζών στο δανεισμό
Στην αγορά υπάρχει σημαντικός αριθμός φορέων και χρηματοδοτικών εργαλείων τα οποία μπορεί μια επιχείρηση με τα παραπάνω χαρακτηριστικά και κυρίως με ένα υποσχόμενο λαμπρό μέλλον, να αξιοποιήσει για την ανεύρεση πόρων, είτε για να υλοποιήσει ένα σχέδιο συγχώνευσης ή για να ενισχύσει την παραγωγική της βάση στην κατεύθυνση μιας καινοτόμου και εξωστρεφούς δραστηριότητας. Τα διαθέσιμα κεφάλαια χωρίζονται βασικά σε δύο κατηγορίες: Τα δανειακά καθώς και τα κεφάλαια συμμετοχών. Στην πρώτη περίπτωση χρησιμοποιούνται για την κάλυψη μέρους του επενδυτικού κινδύνου και δημόσιοι πόροι, με τη μορφή κεφαλαίων, εγγυήσεων ή χαμηλότερων της αγοράς επιτοκίων. Στη δεύτερη, όπου πρόκειται κυρίως για την ενίσχυση καινοτόμων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε τομείς τεχνολογιών αιχμής ή πάσης φύσεως νεοφυών επιχειρήσεων, στόχος της συμμετοχής κρατικών φορέων είναι μαζί με ιδιωτικούς πόρους πχ. με εταιρείες Venture Capital, να συμβάλλουν σε εξαγορές, συγχωνεύσεις ΜμΕ, ώστε να αποκτήσουν το μέγεθος και τη δομή για αειφόρο ανάπτυξη και γιατί όχι την πρόσβασή τους στο χρηματιστήριο αξιών. Εταιρείες με αυτά τα χαρακτηριστικά είναι επίσης σε θέση να αξιοποιήσουν και άλλα πολύ σημαντικά χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως είναι τα εταιρικά ομόλογα, διαπραγματεύσιμα στο Χρηματιστήριο Αθηνών, το Crowd Funding και άλλα.
Όμως, παρά τις όποιες προσπάθειες βιώσιμων επιχειρησιακά ΜμΕ, η πραγματικότητα δείχνει, ότι η πρόσβασή τους σε δανειακά κεφάλια, ανεξάρτητα του σκοπού χρήσης, είναι από δυσχερής έως αδύνατη. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός, ότι το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα ήταν και παραμένει τραπεζοκεντρικό, παρά τις βελτιώσεις μέσω της αγοράς εταιρικών ομολόγων που επιτεύχθηκαν, αλλά και από τις αποφάσεις της πολιτείας να αναθέσει στις τράπεζες κυρίαρχο ρόλο τόσο για την αξιολόγηση, όσο και για την έγκριση των δανείων που θα χορηγηθούν με κεφάλαια ύψους 90 δις Ευρώ, τα οποία θα εισρεύσουν τα επόμενα 6 χρόνια στη χώρα, μέσω των νέων θεσμών, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης ή παλαιότερων όπως το Πολυετές Πρόγραμμα @021-2027), το InvestEu καθώς και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Δύο είναι τα προβλήματα από την αποφασιστικής σημασίας ανάμειξη των τραπεζών. Πρώτον, ότι σχεδόν στις περισσότερες των περιπτώσεων συμμετέχουν στο χρηματοδοτικό σχήμα και οι ίδιες με κεφάλαια, κάτι που σημαίνει ότι αναλαμβάνουν ένα μέρος του επιχειρηματικού κινδύνου. Δεύτερον, καλούνται να ελέγξουν και να αποφασίσουν για την πιστοληπτική ικανότητα και τη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών προτάσεων και του εκδότη τους, παρέχοντας προέγκριση για την δανειοδότηση της επιχείρησης.
Σε ότι αφορά στο πρώτο είναι γνωστή η τοποθέτηση της Τραπέζης της Ελλάδος, ότι οι τράπεζες παρά την τεράστια ρευστότητα (46,7 δις) που έλαβαν με αφορμή την πανδημία μέσω του προγράμματος PELTRO, με αρνητικό μάλιστα επιτόκιο, ένα μικρό μόνο μέρος διοχετεύουν στην πραγματική οικονομία. Ως ένα βαθμό, είναι κατανοητό, οι ελληνικές τράπεζες να είναι υπερβολικά συντηρητικές στη χορήγηση δανείων, χρησιμοποιώντας αυστηρά τραπεζικά κριτήρια για το σύνολο των αιτήσεων. Όταν στο ενεργητικό τους εμφανίζουν κόκκινα δάνεια που μετά από τόσες προσπάθειες απομείωσης, ανέρχονται στο 30% του χαρτοφυλακίου τους, χωρίς να περιλαμβάνεται το νέο πακέτο λόγω πανδημίας (5-10 δις), ενώ ο αναβαλλόμενος φόρος συμμετέχει στο κεφάλαιό τους με 60%, όταν στην Ευρώπη δεν υπερβαίνει το 10-15%, είναι πασιφανής ο λόγος που δεν είναι πρόθυμες να αναλάβουν νέους κινδύνους. Όμως, η ανάγκη για τραπεζική χρηματοδότηση είναι από μόνη της μια εθνική αναγκαιότητα για την ανόρθωση και τη μελλοντική πορεία της οικονομίας και κοινωνίας. Συνεπώς, οι τράπεζες για να ανταποκριθούν με επιτυχία στην αποστολή τους θα πρέπει να εντάξουν στο σχεδιασμό τους μαζί με την προάσπιση των συμφερόντων των μετόχων τους και την ανάληψη λελογισμένου ρίσκου για την κεφαλαιακή ενίσχυση υγιών, βιώσιμων επιχειρήσεων με μέλλον.
Έτσι, όταν καλούνται, στο δεύτερο ρόλο που αναφέρθηκε, προκειμένου να αξιολογήσουν ένα επενδυτικό σχέδιο, θα πρέπει να λαμβάνουν ως κριτήρια, όχι μόνο τα στενά χρηματοπιστωτικά, τα οποία λόγω της υπερδεκαετούς κρίσης και της πανδημίας, παρουσιάζουν στις περισσότερες επιχειρήσεις αρνητική εικόνα, αλλά και την επιχειρηματική και παραγωγική παρουσία τους, από την οποία εξαρτάται και η μελλοντική βιωσιμότητά τους, όπως και η ομαλή εξυπηρέτηση των δανείων. Σε καλύτερη θέση βρίσκονται βέβαια οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις που διαθέτουν rating από κάποιον ανεξάρτητο αναγνωρισμένο οργανισμό. Όμως, για τη συντριπτική πλειοψηφία των ΜμΕ θα κληθούν οι τράπεζες να τις αξιολογήσουν, οι οποίες αναλαμβάνουν ταυτόχρονα και τεράστια ευθύνη απέναντι στη χώρα, αφού από τις αποφάσεις τους εξαρτάται η παραμονή σε λειτουργία επιχειρήσεων που συμβάλλουν στο σχηματισμό του ΑΕΠ. Από τη στήριξη άλλωστε όλο και περισσότερων επιχειρήσεων με τη χρήση διευρυμένων κριτηρίων, εξαρτάται και η δική τους μελλοντική κερδοφορία.
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς