Του Χαράλαμπου Γκότση*
Μετά από κάθε μεγάλη κρίση, ανοίγει συνήθως διάλογος, σε ακαδημαϊκό αλλά και πολιτικό επίπεδο, για μια ενδεχόμενη ανάγκη αναθεώρησης βασικών συνιστωσών ή ακόμη και του ιδίου του οικονομικού συστήματος. Αυτό έγινε μετά το 2009, όταν η παγκόσμια χρηματοιοικονομική κρίση μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers άρχισε να ξεπερνιέται, με το βασικό σκεπτικό, ότι η αλληλεξάρτηση των οικονομιών έχει τόσο προχωρήσει, ώστε κάθε σημαντικό ανεπιθύμητο οικονομικό φαινόμενο, που εμφανίζεται σε μια χώρα, να μεταδίδεται ταχύτατα και σε όλες τις άλλες. Να συνιστά δηλαδή παγκόσμια απειλή. Αυτή η απειλή εκφράσθηκε τότε με τη διάλυση των διατραπεζικών αγορών, στο βαθμό που η έλλειψη εμπιστοσύνης οδήγησε στην απίθανη συμπεριφορά, όπου η μια τράπεζα να μη δανείζει την άλλη, φοβούμενη ότι δεν θα πάρει πίσω τα χρήματά της.
Η πρώτη μεγάλη αμφισβήτηση της κυρίαρχης ιδεολογίας της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς, που λύνει (;) όλα τα προβλήματα χωρίς την παρέμβαση του κράτους, ήταν ήδη γεγονός. Μετά από 20 χρόνια κυριαρχίας της λεγόμενης «Κοινής Συναίνεσης της Washington» του 1989, στην οποία στηρίχθηκε η νεοφιλελεύθερη πρόταση ρύθμισης της οικονομίας, διαπιστώθηκε, ότι οδηγεί όχι μόνο σε τεράστιες κοινωνικές ανισότητες, αλλά και σε κρίσεις ανυπέρβλητες ως αποτέλεσμα των επιλογών της. Η ώρα του Keynes είχε έρθει. Πολιτικοί και κεντρικοί τραπεζίτες, απαλλαγμένοι από δογματισμούς, έκαναν ευρεία χρήση της κεϋνσιανής εργαλειοθήκης και απέτρεψαν για άλλη μια φορά την κατάρρευση του συστήματος. Με ευρεία χρήση της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής καθώς και τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, στηρίχθηκαν επιχειρήσεις και τράπεζες με δημόσιες επενδύσεις και ρευστότητα, ώστε να αποφευχθούν εκτεταμένες χρεοκοπίες και μαζική ανεργία. Οι οικονομίες σε Ευρώπη και Αμερική ανέκαμψαν γρήγορα, έχοντας ως σύμμαχο από τη μια το δημοσιονομικό και νομισματικό χώρο που διέθεταν, ενώ από την άλλη η ευτυχής συγκυρία, όπου η παγκόσμια αγορά δεν εκινείτο ταυτόχρονα προς την ίδια κατεύθυνση. Για παράδειγμα η πτώση της ζήτησης γερμανικών αυτοκινήτων από τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, καλύφθηκε από αυξημένη ζήτηση εκ μέρους των ΗΠΑ και της Κίνας. Τώρα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Ο φονικός κορωνοιός, ως πρωτόγνωρο παγκόσμιο ιατρικό φαινόμενο, από την πρώτη στιγμή, με τις αναγκαιότητες αποστασιοποίησης και εγκλεισμού που επέβαλλε, δημιούργησε τεράστια προβλήματα τόσο στην πλευρά της ζήτησης, όσο και στην πλευρά της προσφοράς, όταν ολόκληροι βιομηχανικοί κλάδοι αναγκάσθηκαν να διακόψουν τη λειτουργία τους. Η επεκτατική νομισματική πολιτική με την προσφορά ρευστότητας καθώς και η απλόχερη δημοσιονομική πολιτική για στήριξη εργαζομένων και επιχειρήσεων, συνέβαλλε σημαντικά ώστε να ανακάμψουν πολύ γρήγορα οι οικονομίες. Αυτό σε ότι αφορά το βραχυπρόθεσμο πρόβλημα της οικονομικής συγκυρίας. Δυστυχώς όμως τα προβλήματα δεν τελειώνουν εδώ. Αντίθετα μάλιστα, οδεύοντας προς το τέλος (;) της πανδημίας, αποκαλύπτονται άλλα τεράστια, τα οποία εμποδίζουν τις οικονομίες να διασφαλίσουν μια διατηρήσιμη ανάπτυξη, που είναι και το ζητούμενο.
Χωρίς αμφιβολία, η ανθρωπότητα ζει αυτή την περίοδο ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο, από την αντιμετώπιση του οποίου θα εξαρτηθεί όχι μόνο η διαμόρφωση του παρόντος αλλά και το μέλλον των επόμενων γενεών. Ποτέ άλλοτε δεν είχε να παλέψει όχι με μία αλλά με επτά κρίσεις ταυτόχρονα:
-Υγειονομική κρίση, σε θολό τοπίο χωρίς επαρκή σημάδια για το τέλος της,
-Ενεργειακή κρίση, με ελλείψεις και καλπάζουσες τιμές,
-Πληθωρισμός, άνοδος τιμών, όχι μόνο στα καύσιμα αλλά και σε όλα τα προϊόντα καθημερινότητας,
-Εφοδιαστικές αλυσίδες, έλλειψη ενδιάμεσων προϊόντων (με τα microchips σε πρώτη γραμμή), ανταλλακτικών, πρώτων υλών, με αποτέλεσμα την ακινητοποίηση μονάδων παραγωγής,
-Το χρέος πολλών χωρών να έχει ξεπεράσει κάθε όριο εξυπηρετησιμότητας σε συνδυασμό δε με την αναμενόμενη λόγω πληθωρισμού αύξηση των επιτοκίων να καθίσταται άκρως επικίνδυνο,
-Η διευρυνόμενη εισοδηματική ανισότητα,
-Το παγκόσμιο χρέος να έχει διπλασιαστεί μετά τη χρηματοοικονομική κρίση και τέλος και σημαντικότερο,
-Η κλιματική αλλαγή, όπου, σε συνδυασμό με τα προηγούμενα, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, είναι δύσκολο να υπάρξει πρόοδος στην κατεύθυνση μείωσης των ρύπων και υπερθέρμανσης.
Με τα φαινόμενα να βρίσκονται σε εξέλιξη και τους φορείς αποφάσεων στη διεθνή πολιτική και οικονομική σκηνή να μην είναι σε θέση ακόμη να σκιαγραφήσουν το μέγεθος των επιπτώσεων, αναπτύσσεται ένας διάλογος, ο οποίος εδράζεται στη διαπίστωση, ότι οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, όχι μόνο δεν έλυσαν τα προβλήματα, αλλά τα επιδείνωσαν. Με τη γνώση πλέον, ότι κανένα από αυτά δεν είναι σε θέση μια μεμονωμένη χώρα, όσο ισχυρή και να είναι, να τα αντιμετωπίσει μόνη της με αποτελεσματικότητα, προβάλλει η ανάγκη για διεθνή συνεργασία καθώς και για αλλαγή του οικονομικού παραδείγματος που ακολουθήθηκε. Στη θέση της «αυτορρυθμιζόμενης» αγοράς με προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, της απορρύθμισης των αγορών και της χωρίς όρια φιλελευθεροποίησης του διεθνούς εμπορίου, προτείνεται από το Economic Resilience Panel των G7 η ενεργότερη συμμετοχή του κράτους με στόχο την επίτευξη κοινωνικών στόχων, την αύξηση της διεθνούς αλληλεγγύης καθώς και της ενίσχυσης της παγκοσμίου διακυβέρνησης προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Το σύνολο των προτάσεων περιέχεται στο κείμενο «Cornwall-Consensus”, το οποίο τέθηκε υπόψη των αρχηγών των κρατών των G20, οι οποίοι θα λάβουν αποφάσεις στη σύνοδο κορυφής της 30ης Οκτωβρίου.
Ο διάλογος, από ότι φαίνεται, υπό την πίεση των γεγονότων, δεν έχει μόνο αρχίσει, αλλά παράγει και αποτελέσματα. Η αντικατάσταση του νεοφιλελεύθερου οικονομικού υποδείγματος από ένα νέο το οποίο θα βάλλει τις σχέσεις ιδιωτικού και δημόσιου τομέα σε άλλη βάση προς όφελος του κοινωνικού συνόλου βρίσκεται μπροστά μας. Το δρόμο άλλωστε άνοιξαν, οι κατεξοχήν εκφραστές του κατεστημένου υποδείγματος, που είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα. Η στροφή από τις πολιτικές δημοσιονομικής πειθαρχίας και των πολιτικών λιτότητας, σε συστάσεις προς τα κράτη για αύξηση των δαπανών εξαντλώντας τα δημοσιονομικά περιθώρια, δείχνει, ότι η διεθνής κοινότητα έχει αφυπνισθεί και ότι η συνέχιση των ίδιων παρωχημένων πολιτικών μόνο νέα αδιέξοδα θα παράγει.
Αντίθετα, η διεθνής συνεργασία, η αλληλεγγύη και η από κοινού αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων της εποχής, είναι ο μόνος δρόμος που υπόσχεται, συγκρατημένη έστω, αισιοδοξία για το αύριο.
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς