Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Η δίκη ήταν ποινική και οι κατηγορούμενοι δικάζονταν για την τέλεση αξιόποινων πράξεων. Με την καταδικαστική απόφαση τον Οκτώβριο του 2020 γινόταν ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει θεσμική ανοχή στην ωμή, ανεξέλεγκτη βία που ασκούσαν με κάθε ευκαιρία μέλη της οργάνωσης μέχρι και τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Χωρίς τον παραμικρό ιστορικό παραλληλισμό, κάποιοι υποψιασμένοι μπήκαν τότε στον πειρασμό να παραπέμψουν όσους γιόρταζαν στη φράση που αποδίδεται στον Εντουάρ Νταλαντιέ μετά την επιστροφή του από το ταξίδι που απέφερε τη Συμφωνία του Μονάχου, o οποίος, απέναντι στο πλήθος που τον επευφημούσε, φέρεται να είπε: «Α, τους μaλaκες. Αν ήξεραν!» Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για το τι είπε ακριβώς, αλλά η Ιστορία κράτησε αυτή.
Δεν πέρασε παρά ένας χρόνος από την επιβολή της ποινής στους καταδικασθέντες-μέλη της Χρυσής Αυγής κι ανοίγει, υπό όρους, η πόρτα της φυλακής στον άλλοτε πυρηνάρχη της Νίκαιας. Αναστολή της ποινής, έως την εκδίκαση της υπόθεσης από το Εφετείο.
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου -έπειτα από αντιδράσεις και την οργή της οικογένειας Φύσσα, το αναφέρω, χωρίς να τα συσχετίζω- ζήτησε το σκεπτικό, για να διαπιστώσει αν χωρεί αναίρεση.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η εμπιστοσύνη στους θεσμούς χτίζεται με δυσκολία.
Ακόμη κι αν έχεις πλεόνασμα πίστης, όμως, δεν έχεις πρωτογενές προβάδισμα έναντι της πραγματικότητας. Της πραγματικότητας του αποκαλούμενου «Ινδιάνου», ας πούμε, που έμεινε επτά μήνες στη φυλακή, χωρίς κανένα σοβαρό ενοχοποιητικό στοιχείο για την υπόθεση της επίθεσης σε βάρος αστυνομικού τον περασμένο Μάρτιο στη Νέα Σμύρνη.
Επτά μήνες ταλαιπωρία ενός αθώου με βούλευμα, έναντι 30 μηνών στη στενή του καταδικασμένου σε 10 χρόνια και δύο μήνες.
Βλέπεις κρατούμενους με άλλα χαρακτηριστικά, στα οποία η δικαιοσύνη εξαντλεί την αυστηρότητά της. Ποιος δεν θυμάται την καθαρίστρια του 2018, που δεν είχε τελειώσει το δημοτικό και δούλευε 20 χρόνια σε παιδικό;
Ακούς για «συμπάθειες», οσφραίνεσαι. Είναι κλίμα, είναι ψυχολογία, είναι αίσθηση. Ακόμη κι όταν ευδοκιμούν οι εποχικά διορθωμένες κινήσεις, μένουν οι δονήσεις.