Κ. Καρτάλης: Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στον πρωτογενή τομέα, τον τουρισμό και τη ζωή στις πόλεις

Τρίτη, 19 Οκτωβρίου 2021 12:29
UPD:12:29
A- A A+

Της Τέτης Ηγουμενίδη
[email protected]

Τι σημαίνει η κλιματική αλλαγή για τρεις κλάδους της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας, τον πρωτογενή τομέα, τον τουρισμό και τη ζωή στις πόλεις, εξετάζει, μεταξύ άλλων, νέα έρευνα της διαΝΕΟσις (συνέχεια προηγούμενης του 2017) με συντονιστή τον καθηγητή του ΕΚΠΑ, Κώστα Καρτάλη.

Οι εκτιμήσεις για αυτά που έρχονται δεν αφήνουν περιθώριο εφησυχασμού. Άλλωστε ήδη τα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως ήταν ο παρατεταμένος καύσωνας το καλοκαίρι, έχουν κάνει την εμφάνισή τους.

Βάσει της αρχική έρευνας της ομάδας Καρτάλη, μέχρι το 2050 οι ημέρες με καύσωνα στην Ελλάδα θα αυξηθούν κατά 15-20 ετησίως, η βροχόπτωση θα μειωθεί από 10% έως 30%, οι ημέρες υψηλού κινδύνου πυρκαγιάς θα αυξηθούν από 15% έως και 70% και τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα είναι πολύ πιο συχνά, συνέπεια της κλιματικής αλλαγής.

Συνολικά στο επίπεδο της χώρας, αν ισχύσει το καλό σενάριο η θερμοκρασία θα αυξηθεί περί τους 2 βαθμούς μέχρι τα μέσα του αιώνα. Αν ισχύσει το μεσαίο θα αυξηθεί μέχρι και 2,5 βαθμούς, ενώ αν ισχύσει το εφιαλτικό η αύξηση θα φτάσει τους 3,4 βαθμούς στην ηπειρωτική Ελλάδα.

«Η χώρα αποκτά σταδιακά θερμότερο και ξηρότερο κλίμα, με ακραία καιρικά φαινόμενα που θα είναι εντονότερα, συχνότερα και με μεγαλύτερη διάρκεια» επισημαίνουν οι ερευνητές που πλέον εισήλθαν βαθύτερα στο θέμα μελετώντας τις επιπτώσεις στους προαναφερόμενους τομείς και προτείνοντας λύσεις. Αναλυτικότερα:

Αγροτικός και Κτηνοτροφικός Τομέας

Αρχικά οι ερευνητές σημειώνουν πως οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στον πρωτογενή τομέα δεν είναι μόνο αρνητικές. Για παράδειγμα, όπως αναφέρουν, σε όλες τις περιπτώσεις και για πολλές καλλιέργειες η βλαστική περίοδος θα επιμηκυνθεί. Σε κάποιες περιοχές θα διευρυνθεί ή θα αλλάξει η δυνατότητα ανάπτυξης κάποιων καλλιεργειών (οι αυξημένες θερμοκρασίες γενικά ωφελούν το βαμβάκι). Περιοχές που έως τώρα ήταν ακατάλληλες για την καλλιέργεια συγκεκριμένων ποικιλιών κρασιού, τώρα θα γίνουν κατάλληλες. Η εκτιμώμενη αύξηση της βλαστικής περιόδου διαμορφώνει ευνοϊκότερες συνθήκες καλλιέργειας σε όλη την Ελλάδα, ενώ είναι πιθανόν ότι θα αυξηθούν οι περιοχές που θα είναι κατάλληλες για καλλιέργεια. Επιπλέον, σε όλα τα σενάρια μειώνεται ο κίνδυνος καταστροφής καλλιεργειών από παγετό.

Όμως κάπου εδώ τελειώνουν τα καλά νέα. Οι περισσότερες συνέπειες θα είναι αναμφίβολα αρνητικές. Σύμφωνα με όλα τα σενάρια, μειώνονται οι βροχοπτώσεις σε όλες τις περιοχές, μειώνεται η εδαφική υγρασία (ιδιαίτερα την άνοιξη), αυξάνεται η ξηρασία σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας και αυξάνονται οι ημέρες με πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Στη Λάρισα και τη Θεσσαλονίκη εκτιμάται ότι οι καλλιέργειες θα επηρεαστούν πολύ και από ακραία φαινόμενα.

Οι συνέπειες, δε, δεν θα είναι ομοιόμορφες σε ολόκληρη την επικράτεια. Οι περισσότερες καλλιέργειες και η κτηνοτροφία θα επηρεαστούν αρνητικά κυρίως στο Ηράκλειο της Κρήτης, την Ηλεία, την Κορινθία και τη Λάρισα. Αντίθετα, ανάμεσα στις περιοχές που θα επηρεαστούν λιγότερο είναι ο Έβρος, η Φθιώτιδα και η Αιτωλοακαρνανία. Οι επιπτώσεις θα διαφοροποιούνται και ανάλογα με την ευαισθησία και τη συμπεριφορά κάθε καλλιέργειας.

Η ελιά, για παράδειγμα, είναι εξαιρετικά ανθεκτική στην ξηρασία και την υψηλή θερμοκρασία, οπότε θεωρητικά θα μπορούσε να αντέξει τις εντονότερες συνέπειες. Ωστόσο, το ότι τον χειμώνα θα κάνει λιγότερο κρύο - το κρύο είναι απαραίτητο για τη σωστή άνθιση της ελιάς - είναι πιθανό να επηρεάσει αρνητικά την παραγωγή των ελαιόδεντρων. Η παραγωγικότητα των αμπελώνων θα επηρεαστεί, επίσης, όπως, και ο λόγος των σακχάρων και οξέων στο ίδιο το προϊόν - η γεύση και ποιότητα του κρασιού που παράγεται σε όλες τις περιοχές της χώρας θα αλλάξει. Η καλλιέργεια ζωοτροφών, δε, θα έχει μειωμένη απόδοση και μεγαλύτερες απαιτήσεις για νερό.

Αλλά τι μπορεί να γίνει για να αντιμετωπιστούν αυτές οι πιέσεις;

Οι ερευνητές, εστιάζοντας σε οκτώ από τις πιο σημαντικές γεωργικές και κτηνοτροφικές περιοχές της Ελλάδας (Αιτωλοακαρνανία, Θεσσαλία, Φθιώτιδα, Ηλεία, Έβρο, Ηράκλειο, Νομό Θεσσαλονίκης και Κορινθία), χαρτογράφησαν την υφιστάμενη παραγωγή, αξιολόγησαν τις πιέσεις που θα προκύψουν στις συγκεκριμένες περιοχές και για συγκεκριμένες καλλιέργειες στο κοντινό μέλλον και πρότειναν στοχευμένα μέτρα.

Το αναπόδραστο συμπέρασμα είναι ότι οι παραγωγοί πρέπει να λάβουν υπόψη τις επερχόμενες αλλαγές και να προσαρμόσουν τις καλλιέργειες τους κατάλληλα. Πρέπει οπωσδήποτε να δοθεί μεγάλη έμφαση στη διαχείριση των υδάτων και την αποδοτικότητα της άρδευσης, που σήμερα ακόμα δεν γίνεται με τον καλύτερο τρόπο (πολλές περιοχές της χώρας αντιμετωπίζουν ήδη σοβαρό πρόβλημα).  

Η διαφοροποίηση και η εναλλαγή καλλιεργειών, η επιλογή καλλιεργειών που προσαρμόζονται καλύτερα στις νέες κλιματικές συνθήκες ανά περιοχή, η επιλογή καλυμμένων καλλιεργειών και η παραγωγή σε θερμοκήπια, καθώς και η πολύ προσεκτικά στοχευμένη αποστράγγιση γεωργικής γης (που μειώνει τη διάβρωση του εδάφους και τις επιπτώσεις των πλημμυρών) είναι επίσης απαραίτητα εργαλεία για την προσαρμογή του πρωτογενούς τομέα.

Τέλος, οι κλιματικές πιέσεις που έρχονται είναι ένας ακόμα λόγος για να δοθεί έμφαση στην επονομαζόμενη «γεωργία ακριβείας», που χρησιμοποιεί σύγχρονες τεχνικές και τεχνολογικά εργαλεία (αισθητήρες στο έδαφος, GPS και εργαλεία τηλε-επισκόπησης της παραγωγής). Σε κάθε περίπτωση, οι ερευνητές τονίζουν πως όλες αυτές οι παρεμβάσεις θα πρέπει να συνοδευτούν από εκστρατείες ενημέρωσης των καλλιεργητών και των εκτροφέων τόσο για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη δουλειά τους, όσο και για τα διαθέσιμα εργαλεία για την αντιμετώπιση αυτών των επιπτώσεων.

Η Κλιματική Αλλαγή και οι Πόλεις

Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές υπάρχει ένα φαινόμενο που λέγεται «Αστική Θερμική Νησίδα». Αναφέρεται στην αυξημένη θερμοκρασία του αέρα στις πόλεις σε σχέση με άλλες κοντινές περιαστικές περιοχές και επηρεάζεται από το πόσο πυκνή είναι η δόμηση μιας πόλης, πόσο εμποδίζεται ο φυσικός της αερισμός, τι είδους ανθρώπινες δραστηριότητες φιλοξενεί και, βεβαίως, πόσους χώρους πρασίνου διαθέτει.

Για την περιοχή της Αθήνας, αυτή η διαφορά μπορεί να φτάνει έως και τους 8-10 βαθμούς.

Αυτό είναι ένα ενδεικτικό στοιχείο του πόσο μεγάλη θα είναι η πίεση που θα υποστούν οι πόλεις της Ελλάδας - πολύ μεγαλύτερη από ό,τι η επαρχία - στο επόμενο διάστημα. Γι’ αυτό η ενδελεχής μελέτη των επιπτώσεων των επερχόμενων αλλαγών ειδικά στις πόλεις είναι εξαιρετικά σημαντική.

Το επόμενο διάστημα, για παράδειγμα, θα αυξηθούν τα θερμά επεισόδια σε όλη την Ελλάδα. Ως «θερμά επεισόδια» ορίζονται οι ημέρες του χρόνου κατά τις οποίες η θερμοκρασία ξεπερνά ένα όριο που σε κάθε περιοχή αλλάζει, αλλά είναι στο 90ο εκατοστημόριο της περιόδου αναφοράς. Την περίοδο 1971-2000 στο κέντρο της Αθήνας είχαμε κατά μέσο όρο 1,4 «θερμά επεισόδια» τον χρόνο. Ακόμα και με το καλύτερο σενάριο, την ερχόμενη 25ετία θα έχουμε κατά μέσο όρο 6. Με το μεσαίο σενάριο μέχρι τα μέσα του αιώνα θα έχουμε πάνω από 9.

Επιπλέον, η μέση θερμοκρασία θα αυξηθεί παντού, αλλά περισσότερο στην Πάτρα, την Καλαμάτα και την Αθήνα. Αν ισχύσει το πιο απαισιόδοξο σενάριο, η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας τους καλοκαιρινούς μήνες στην Πάτρα και την Καλαμάτα θα φτάσει πάνω από τους 3 βαθμούς.

Στην Αθήνα θα ξεπεράσει τους 2 βαθμούς όποιο σενάριο κι αν επαληθευτεί, πράγμα που είναι πολύ σοβαρό.

Σε περιοχές όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και η Λάρισα οι ημέρες στις οποίες η μέγιστη θερμοκρασία υπερβαίνει τους 37 βαθμούς θα αυξηθούν πολύ. Οι «τροπικές νύχτες» (νύχτες κατά τις οποίες η θερμοκρασία δεν πέφτει κάτω από τους 20 βαθμούς) επίσης θα αυξηθούν πολύ. Αυτό είναι σημαντικό, καθώς αυτός ο δείκτης συνδέεται με τα ποσοστά θνησιμότητας και καρδιαγγειακών παθήσεων – είναι οι νύχτες κατά τις οποίες τα κτήρια δεν προλαβαίνουν να «κρυώσουν». Εξάλλου, σε πόλεις της δυτικής Ελλάδας όπως η Πάτρα και τα Ιωάννινα θα υπάρξει μεγάλη αύξηση στις ημέρες υψηλής βροχόπτωσης, που αυξάνουν τον κίνδυνο πλημμυρικών φαινομένων.

Και δεν είναι μόνο το ότι οι πόλεις θα είναι πιο ζεστές και ευάλωτες. Υπολογίζεται ότι μέχρι τα μέσα του αιώνα θα διπλασιαστούν οι ανάγκες για ψύξη σε όλες τις περιοχές της χώρας, ενώ παράλληλα θα μειωθούν οι ανάγκες για θέρμανση (ειδικά στις παραθαλάσσιες περιοχές και τα νησιά). Οι ενεργειακές ανάγκες στο σύνολό τους, όμως, αναμένεται να είναι σημαντικά υψηλότερες.

Τι μπορεί να γίνει για να προσαρμοστούν οι ελληνικές πόλεις σε αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες;

Σύμφωνα με την έρευνα με επικεφαλής τον κ. Καρτάλη το σίγουρο είναι ότι αυτή τη στιγμή δεν είναι καθόλου καλά προετοιμασμένες. Γιατί αυτά που πρέπει να γίνουν είναι πολλά.

Οι ερευνητές προτείνουν, μεταξύ άλλων, τον ανασχεδιασμό του Εξοικονομώ - Καινοτομώ ώστε να λαμβάνει υπόψη το κριτήριο της θερμικής έκθεσης (το πόσο εκτεθειμένοι είναι σε υψηλές θερμοκρασίες οι πολίτες λόγω της μεγάλης ηλικίας των κατασκευών, τη μεγαλύτερη πυκνότητα πηγών θερμότητας, την έλλειψη χώρων πρασίνου κλπ.) και όχι μόνο εισοδηματικά κριτήρια, αλλά και την αναθεώρηση του Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης Κτηρίων.

Η καθιέρωση συγκεκριμένων στόχων σε επίπεδο δήμου (π.χ. μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2030), η πεζοδρόμηση δρόμων και η μετατροπή άλλων σε δρόμους ήπιας κυκλοφορίας είναι επίσης αποτελεσματικό εργαλείο όταν γίνεται στοχευμένα και στις σωστές περιοχές. Η δημιουργία πράσινων οροφών σε δημόσια και ιδιωτικά κτήρια μπορεί να συμβάλει στη μείωση της θερμοκρασίας του αέρα, ενώ πολύ μεγάλη επίπτωση μπορεί να έχει και η ανάπτυξη αστικών (μικρού ή μεσαίου μεγέθους) πάρκων μέσα στον αστικό ιστό.

Οι ερευνητές εξετάζουν το πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο και στα ελληνικά σχολεία, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα το 144ο Δημοτικό Σχολείο της Αθήνας στα Σεπόλια και αξιολογώντας τι θα σήμαινε για τις συνθήκες της περιοχής αν υλοποιούνταν μια σειρά από παρεμβάσεις στο συγκεκριμένο κτήριο και την αυλή του. Όπως διαπίστωσαν, οι παρεμβάσεις, που περιλαμβάνουν τη δημιουργία πράσινης οροφής, την τοποθέτηση ανακλαστικών υλικών στο προαύλιο και τη φύτευση στην αυλή, μεταξύ άλλων, θα μείωναν τη θερμοκρασία του αέρα κατά περίπου 1-3 βαθμούς Κελσίου στους χώρους και την περίμετρο του σχολείου, επιδρώντας ευεργετικά όχι μόνο στο προαύλιο αλλά και στην ευρύτερη γειτονιά μέχρι και σε απόσταση 80-100 μέτρων. Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, αν τέτοιες παρεμβάσεις γίνονταν στο σύνολο των σχολείων του Δήμου Αθηναίων, η «δροσιστική επίδρασή» τους θα κάλυπτε 8 τετραγωνικά χιλιόμετρα - σχεδόν το 20% της έκτασης του Δήμου Αθηναίων.

Τέτοιες παρεμβάσεις θα μπορούσαν να έχουν εξαιρετικά σημαντικό αποτέλεσμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μείωση της θερμοκρασίας του αέρα στην Αθήνα έστω και κατά έναν βαθμό οδηγεί στη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας για ψύξη κατά 4,1%, των φωτοχημικών αερίων ρύπων κατά περίπου 7-8% και της θνησιμότητας (ειδικά όταν η θερμοκρασία είναι πάνω από 40 βαθμούς Κελσίου) από πνευμονολογικά και καρδιολογικά νοσήματα κατά 8%.

Τουρισμός και η Κλιματική Αλλαγή

Όπως είχε επισημανθεί και στην προηγούμενη έρευνα, μια επιφανειακή ανάγνωση των δεδομένων που μας παρουσιάζουν οι κλιματικοί δείκτες θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η κλιματική αλλαγή μπορεί να έχει και μια θετική επίπτωση στον τουρισμό της Ελλάδας: η τουριστική περίοδος μπορεί να επιμηκυνθεί. Το καλοκαίρι μπορεί να κρατά από τον Μάιο μέχρι τον Σεπτέμβριο -και αυτό είναι κάτι που θα έρθει σχετικά σύντομα.

Ωστόσο, παράλληλα η συχνότερη εμφάνιση καυσώνων θα κάνει την εμπειρία εκατομμυρίων τουριστών που επισκέπτονται τη χώρα μας στο καλοκαίρι χειρότερη.

Περιοχές όπως η Χαλκιδική, η Ρόδος, η Κρήτη και τα νησιά του Αργοσαρωνικού θα έχουν πολύ περισσότερες θερμές ημέρες κάθε καλοκαίρι. Περισσότερες «τροπικές νύχτες» (νύχτες στις οποίες η θερμοκρασία του αέρα δεν πέφτει κάτω από τους 20 βαθμούς) θα έχει όλη η επικράτεια, αλλά κυρίως τα δυτικά παράλια, τα Ιόνια Νησιά, η Δυτική Πελοπόννησος και η Κεντρική Μακεδονία (αν επαληθευτούν τα χειρότερα σενάρια, σε αυτή τη λίστα προστίθενται και η Κρήτη, η Εύβοια, η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη στα παράλια αλλά και άλλες περιοχές).

Οι καύσωνες (επεισόδια με πολύ υψηλές θερμοκρασίες, απουσία ανέμων και διάρκεια τουλάχιστον τριών συνεχόμενων ημερών) θα είναι πολύ περισσότεροι παντού. Επιπλέον, η μεταβολή της θερμοκρασίας μπορεί να οδηγήσει στην περαιτέρω μείωση της - ήδη σύντομης - χιονοδρομικής περιόδου, καθιστώντας μη βιώσιμη τη λειτουργία χιονοδρομικών κέντρων στην Ελλάδα. Σε κάποια από αυτά έχουν ήδη αρχίσει οι εργασίες διαμόρφωσης του τοπίου (με την αφαίρεση βράχων) για να λειτουργούν οι πίστες με λιγότερο χιόνι.

Αλλά οι επιπτώσεις μπορεί να είναι και άλλες: η αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων, η αλλοίωση του τοπίου λόγω της αύξησης της στάθμης της θάλασσας, η διατάραξη της βιοποικιλότητας, τα αυξημένα έξοδα των τουριστικών επιχειρήσεων για ψύξη.

Για να αναλύσουν το φαινόμενο διεξοδικά, οι ερευνητές επέλεξαν 91 τουριστικές περιοχές, χωρισμένες σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με το αν είναι πολύ ανεπτυγμένες (όπως η Μύκονος, η Σαντορίνη, η Ρόδος, η Χερσόνησος Ηρακλείου), απλά ανεπτυγμένες (η Μονεμβασιά, το Ναύπλιο, η Σύρος) ή αναπτυσσόμενες (η Κάρπαθος, η Αιδηψός, τα Κύθηρα, οι Παξοί).

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, αν ισχύσει το δυσμενές σενάριο, στις 52 από αυτές τις περιοχές η αύξηση της θερμοκρασίας μέχρι τα μέσα του αιώνα θα ξεπεράσει τους 2,5 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με την περίοδο 1971-2000.

Οι λύσεις που προτείνονται για την προσαρμογή του κλάδου στις συνθήκες αυτές περιλαμβάνουν 14 επιχειρησιακά σχέδια, από το χωροταξικό (που θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις αλλαγές στις κλιματικές συνθήκες) και τις ενεργειακές υποδομές για τους δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, μέχρι την ενίσχυση της ανθεκτικότητας υποδομών σε ακραία καιρικά φαινόμενα, τα αντιπλημμυρικά έργα και τα σχέδια προσαρμογής πολιτιστικών πόρων τουριστικού ενδιαφέροντος.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή