Των Βασίλειου Βλάχου* και Αριστείδη Μπιτζένη**
Το εγχείρημα της νομισματικής ενοποίησης ξεκίνησε με τις καλύτερες προοπτικές για την ελληνική οικονομία. Το ευρώ μπήκε στην καθημερινότητα μας τον Ιανουάριο του 2002 και συνδέθηκε με την εύκολη πρόσβαση σε δανειακά κεφάλαια και τους υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Πρωταγωνιστικό ρόλο αναμφίβολα είχαν και γεγονότα όπως η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων και γενικότερα το θετικό κλίμα προσδοκιών που καλλιεργήθηκε στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα σημειώθηκε και οικονομική ανάπτυξη, καθώς ο δείκτης ανθρώπινης ανάπτυξης για την Ελλάδα βελτιωνόταν ετησίως κατά μέσο όρο 0,71%.
Δυστυχώς η εικόνα άλλαξε με την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, καθώς η κρίση εξυπηρέτησης χρέους που ακολούθησε βύθισε την ελληνική οικονομία σε μία βαθιά και μακρόχρονη ύφεση. Αναπόφευκτα επηρεάστηκαν και οι προσδοκίες εντός και εκτός των συνόρων, επειδή τα δημόσια οικονομικά και ο ιδιωτικός τομέας διένυσαν μία μακρά περίοδο δυσχέρειας. Η μεγέθυνση του ΑΕΠ που ακολούθησε με το πέρας της παρατεταμένης ύφεσης δεν ήταν μεγέθους ικανού να καλλιεργήσει θετικές προσδοκίες και επιπροσθέτως, διακόπηκε από μία νέα κρίση, εκείνη της πανδημίας.
Το Διάγραμμα 1 παρουσιάζει συνοπτικά όλα τα προαναφερθέντα με αναφορά σε στοιχεία του ΑΕΠ σε πραγματικές τιμές. Σε τρέχουσες τιμές το ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας αυξήθηκε από 163,5 δισ. ευρώ το 2002 σε 165,8 δισ. ευρώ το 2020. Σε πραγματικές τιμές, η ανοδική πορεία του ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας διακόπηκε το 2008, συνεχίστηκε την τριετία 2017-2019 και διακόπηκε εκ νέου το 2020 λόγω της επίδρασης της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα. Η πρωτοφανής συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά περίπου 17% την περίοδο 2002-2020 αναμφισβήτητα επηρέασε αρνητικά την οικονομική ευημερία των ελλήνων πολιτών και διεύρυνε τις εισοδηματικές ανισότητες. Η ανεργία παρουσιάζει μία πτωτική πορεία έπειτα από το απόγειό της το 2013 , όταν αφορούσε το 27,5% του συνολικού ενεργού πληθυσμού. Ωστόσο, δεν έχει προσεγγίσει ακόμη τα επίπεδα του 8-10% της περιόδου πριν την παρατεταμένη ύφεση.
Μετά τις διαδοχικές κρίσεις, οι εκτιμήσεις είναι καταρχήν θετικές
Είναι προφανές ότι για να προσεγγίσουμε άμεσα την οικονομική ευημερία που πρoϋπήρχε της μακρόχρονης ύφεσης της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα πρέπει να επιτευχθούν ρυθμοί μεγέθυνσης αρκετά μεγαλύτεροι από αυτούς της περιόδου 2017-2019 (οι οποίοι κυμαίνονταν σε επίπεδα κάτω του 2% σε πραγματικές τιμές). Οι παρούσες εκτιμήσεις είναι ότι ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, δηλαδή με την απότομη αύξηση του ΑΕΠ μετά την περίοδο ύφεσης (μεγέθυνση τύπου V). Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμούσε στις αρχές του 2021 μεγέθυνση της τάξης του 3.5% το 2021 και 5% το 2022 για την ελληνική οικονομία, ενώ το καλοκαίρι του 2021 αναθεώρησε τις εκτιμήσεις σε 4.3% για το 2021 και 6% για το 2022. Τα στοιχεία για τη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας το 1ο εξάμηνο του 2021 συμπλέουν με τις θετικές εκτιμήσεις. Όπως παρουσιάζει το Διάγραμμα 2Α, το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας αυξήθηκε κατά 4.3% το 1ο τρίμηνο του 2021 (σε σχέση με το 4ο τρίμηνο του 2020) και 3.3% το 2ο τρίμηνο του 2021 (σε σχέση με το 1ο τρίμηνο του 2021). Η συγκεκριμένη επίδοση ήταν μεγαλύτερη από την αντίστοιχη της ευρωζώνης και, βάσει της προσδοκόμενης περαιτέρω βελτίωσης το 3ο τρίμηνο του 2021 λόγω του τουρισμού, η μεγέθυνση τύπου V θεωρείται εξασφαλισμένη. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει και μέσα από την εναλλακτική εκτίμηση για τη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας (δηλαδή με βάση το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους), η οποία καταδεικνύει στο Διάγραμμα 2Β ότι σημειώθηκε αύξηση της τάξης του 13.9% το 2ο τρίμηνο του 2021 (σε σχέση με το 2ο τρίμηνο του 2020).
Σκοπός του παρόντος άρθρου δεν είναι να προσθέσει μία ακόμη πρόβλεψη για το μελλοντικό μέγεθος της ελληνικής οικονομίας (το οποίο ενδεχομένως θα είναι μεγαλύτερο από τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), αλλά να παρουσιάσει μία αξιολόγηση των παραγόντων που διαδραματίζουν επί του παρόντος, αλλά και διαχρονικά, πρωταρχικό ρόλο στην πορεία της. Καταρχήν, οι θετικές εκτιμήσεις για τη μεγέθυνση του ελληνικού ΑΕΠ βασίζονται κατά κόρον στις εισροές κεφαλαίων από το Ταμείο Ανάκαμψης, τα οποία θα διατεθούν σε επενδύσεις σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Οι επενδύσεις σε πάγια κεφάλαια (ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου σε τρέχουσες τιμές) μειώθηκαν από 38,6 δισ. ευρώ το 2002 σε 18,4 δισ. ευρώ το 2020 και ως ποσοστό του ΑΕΠ ακολούθησαν την πορεία που παρουσιάζεται στο Διάγραμμα 1. Η μείωση είναι δραματική, καθώς τα ποσοστά που κυμαίνονταν άνω του 20% του ΑΕΠ έως και το 2009 σταθεροποιήθηκαν στο 10-11% του ΑΕΠ, την ίδια στιγμή που στην Ευρωζώνη τα αντίστοιχα ποσοστά κυμαίνονται στο 21-22% του ΑΕΠ.
Η προγραμματισμένη αύξηση των κεφαλαιακών πόρων εκτιμάται ότι θα είναι άνω του 10% του ΑΕΠ του 2020 μέχρι το τέλος του 2021 και ότι σε συνδυασμό με ιδιωτικά κεφάλαια θα φτάσει τα 60 δισ. ευρώ μέχρι το 2027. Οι άμεσες αναμενόμενες επιδράσεις θα είναι αφενός, η αύξηση της απασχόλησης του εργατικού δυναμικού, τόσο μέσα από τα ίδια τα έργα που θα πραγματοποιηθούν όσο και από τις απαιτήσεις τους για υποστηρικτικές υπηρεσίες και αφετέρου, η τόνωση της εγχώριας ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες. Στα πλαίσια των συγκεκριμένων εισροών είναι λοιπόν εύλογο να υπάρχουν θετικές προσδοκίες για ταχείς ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ και βελτίωσης του ποσοστού απασχόλησης.
Η οικονομική μεγέθυνση είναι μόνο η αρχή και στόχος πρέπει να είναι η οικονομική ανάπτυξη
Εκτός όμως από την άμεση θετική επίδραση των κεφαλαιακών εισροών υπάρχουν και άλλες σημαντικές συνιστώσες που επηρεάζουν τη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας και το μέγεθος της οικονομικής ευημερίας, δηλαδή το ρυθμό της οικονομικής ανάπτυξης: η μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων, η δημοσιονομική διαχείριση, η ανταγωνιστικότητα και η εξωστρέφεια.
Αναμφισβήτητα η μείωση του εθνικού εισοδήματος δεν ήταν ανάλογη για όλους μας και η συρρίκνωση των θέσεων απασχόλησης και των μισθών οδήγησε στην φυγή ειδικευμένου εργατικού δυναμικού στην αλλοδαπή (φαινόμενο brain drain). Τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τους δείκτες «εισοδηματικής φτώχειας» της Ελλάδας είναι άκρως ανησυχητικά: Το 2020 η Ελλάδα ήταν στην 3η θέση της κατάταξης των 27 – μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς το ποσοστό του συνολικού της πληθυσμού που κινδυνεύει από φτώχεια (27,5% στην περίπτωση της Ελλάδας). Για το ίδιο έτος η Ελλάδα κατέλαβε την προτελευταία θέση της κατάταξης όσον αφορά το ποσοστό του συνολικού πληθυσμού που αντιμετωπίζει υλική στέρηση και αδυνατεί να καλύψει βασικές του ανάγκες (29,5% στην περίπτωση της Ελλάδας). Η αύξηση της ζήτησης στην αγορά εργασίας και η αύξηση του ΑΕΠ αναμένεται να δημιουργήσουν τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο (δηλαδή την δυνατότητα αύξησης των δαπανών) για την αύξηση του κατώτατου μισθού, τουλάχιστον με τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών του φόρου εισοδήματος σε πρώτη φάση, και για την ενίσχυση του πληθυσμού που αδυνατεί να καλύψει τις βασικές του ανάγκες. Ωστόσο, οι μελλοντικές παρεμβάσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, καθώς οι ευρωπαϊκοί στόχοι για το 2030 απαιτούν τη μείωση του κινδύνου φτώχειας κατά περίπου 30%. Μεγάλο ερωτηματικό είναι επίσης το κατά πόσο η αναμενόμενη αύξηση της ζήτησης στην αγορά εργασίας θα επαναφέρει το ειδικευμένο εργατικό δυναμικό.
Η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους θα συνεχίσει να ταυτίζεται με την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας για τα επόμενα χρόνια καθώς, παρά τα βήματα προόδου που έχουν σημειωθεί, η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας δεν είναι σε επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας. Η βιώσιμη εξυπηρέτηση των τοκοχρεολυσίων επιτάσσει έναν ισοσκελισμένο ή πλεονασματικό προϋπολογισμό. Όταν ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ είναι μεγαλύτερος από το επιτόκιο δανεισμού και ίσος ή μεγαλύτερος από το ρυθμό αύξησης του δημοσίου χρέους, τότε το έργο της βιώσιμης εξυπηρέτησης γίνεται ευκολότερο. Το Διάγραμμα 3 παρουσιάζει την αυξητική τάση του δημοσίου χρέους, το οποίο, ενώ παρουσίασε μια σταθεροποιητική τάση στα πέριξ του 180% του ΑΕΠ την περίοδο 2013-2019, το 2020 αυξήθηκε άνω του 200% του ΑΕΠ λόγω των αναγκών χρηματοδότησης που προέκυψαν από την πανδημία. Η διαχείριση της τελευταίας ανέκοψε και την αυξητική τάση των δημοσιονομικών πλεονασμάτων της περιόδου 2016-2019. Στην παρούσα φάση, τα επιτόκια χρηματοδότησης του δημοσίου χρέους κυμαίνονται σε διαχρονικά χαμηλά επίπεδα, ως απόρροια του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων των κρατών-μελών που εκτελεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για την διαχείριση της πανδημικής κρίσης. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα προγράμματα αγορών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σύμφωνα με τα κριτήρια των οποίων το ελληνικό χρέος δεν ήταν επιλέξιμο, το τρέχον πρόγραμμα το συμπεριλαμβάνει (αποκλειστικά και μόνο λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας). Ενώ ο αρχικός σχεδιασμός του προγράμματος προέβλεπε την ολοκλήρωσή του το νωρίτερο τον Μάρτιο του 2022, πρόσφατες δηλώσεις της Προέδρου Λαγκάρντ (λαμβάνοντας υπόψη και τις πληθωριστικές πιέσεις) μεταθέτουν τον χρονικό ορίζοντα ολοκλήρωσης έως και το 2023. Το γεγονός αυτό δίνει στην Ελλάδα το πλεονέκτημα της παράτασης της βιωσιμότητας του χρέους της τουλάχιστον για ένα ακόμη έτος, έστω και αν τίποτα δεν αλλάξει ως προς το μέγεθος του ελλείμματος λόγω της διαχείρισης της πανδημικής κρίσης. Παράλληλα, παραμένει ενεργή η επιλογή της αποπληρωμής προγενέστερων δανείων που πραγματοποιήθηκαν με υψηλότερο επιτόκιο.
Όσον αφορά τα σημεία που είναι απαραίτητα για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους με το πέρας του προγράμματος, αυτά μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
- Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα πρέπει να ολοκληρωθεί μέχρι το πέρας του προγράμματος, για να συνεχιστεί η χρηματοδότηση με χαμηλά επιτόκια. Η απρόσκοπτη αναβάθμιση των τελευταίων ετών έχει φέρει την Ελλάδα σε απόσταση αναπνοής από την επενδυτική βαθμίδα και καλλιεργεί αισιοδοξία για την επίτευξη του στόχου εντός του 2022.
- Η αύξηση του ΑΕΠ θα δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο για την μείωση του ελλείμματος ή ακόμη και για τη δημιουργία πλεονάσματος. Η επίτευξη πλεονάσματος δεν επιδρά αυξητικά στο δημόσιο χρέος και είναι ένδειξη βιωσιμότητας.
- Στην περίπτωση που η αύξηση του δημοσίου χρέους καταστεί απαραίτητη λόγω δαπανών για τη διαχείριση της πανδημικής κρίσης το 2022, θα πρέπει να συνοδεύεται από ανάλογη αύξηση του ΑΕΠ. Επίσης, αν η χρήση των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης γίνει με τρόπο που δεν θα επιβαρύνει δημοσιονομικά και η αύξηση του ΑΕΠ υπερβεί την αύξηση του δημοσίου χρέους, τότε ο λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ που παρουσιάζεται στο Διάγραμμα 3 θα μειωθεί. Αντίστοιχα θα μειωθεί και το πλεόνασμα που απαιτείται ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, οι σχετικοί δείκτες της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ κατατάσσουν την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το «εχθρικό» περιβάλλον για το επιχειρείν στην Ελλάδα οφείλεται πρωτίστως στην χαμηλή απόδοση του χρηματοπιστωτικού συστήματος (χρηματοδοτήσεις κλπ.) και των θεσμών (πολυπλοκότητα νομοθετικού περιεχομένου, χρόνος απόδοσης δικαιοσύνης, διαφοροποίηση στην ερμηνεία και εφαρμογή των κανονισμών από τις δημόσιες υπηρεσίες), καθώς και στην διαστρέβλωση του ανταγωνισμού της αγοράς λόγω τελών, φόρων και επιδοτήσεων. Η διοχέτευση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης θα πραγματοποιηθεί μέσω των τραπεζών και αυτό αποτελεί ορόσημο για την επανεκκίνηση της διαχείρισης μεγάλων χρηματοδοτικών ροών. Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας περιλαμβάνει μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στην αύξηση της απόδοσης των θεσμών και το μεγάλο στοίχημα της Ελλάδας είναι να πραγματοποιηθούν για πρώτη φορά μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα βελτιώσουν αισθητά την ανταγωνιστικότητα.
Η εξωστρέφεια είναι απαραίτητη για την επιβίωση της ελληνικής επιχειρηματικότητας στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και κατ’ επέκταση στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο σύστημα εμπορίου και χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Η μείωση των εμποδίων στις διεθνείς συναλλαγές και η άμεση προσφορά αγαθών και υπηρεσιών σε όλα τα μήκη και πλάτη της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς προϋποθέτουν αφενός τη δυνατότητα των ελληνικών επιχειρήσεων να ανταγωνιστούν εντός της ενιαίας αγοράς και αφετέρου τη στοχευμένη και αποτελεσματική οικονομική διπλωματία. Κατά την διάρκεια της τριετούς αύξησης του ΑΕΠ την περίοδο 2017-2019, οι καθαρές εξαγωγές είχαν αρνητικό πρόσημο και κυμαίνονταν στο 1,5-2% του ΑΕΠ. Ερωτηματικό αποτελεί η αύξηση στη ζήτηση για εισαγωγές ως αποτέλεσμα των επενδυτικών έργων που θα χρηματοδοτηθούν από Ταμείο Ανάκαμψης και της ενδεχόμενης αύξησης της εγχώριας ζήτησης. Στοίχημα για τη τόνωση των εξαγωγών αντίστοιχα θα αποτελέσουν τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης, όπως ο μετασχηματισμός του γεωργικού τομέα και ο ψηφιακός μετασχηματισμός των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Από την άλλη, μία πλήρως απελευθερωμένη από την πανδημία καλοκαιρινή τουριστική περίοδος σίγουρα θα έχει θετικές επιδράσεις στο μέγεθος των εξαγόμενων ταξιδιωτικών υπηρεσιών.
Το κλίμα που καλλιεργεί τις προσδοκίες για μεγέθυνση έχει ρεαλιστικές βάσεις και δεν πρέπει να χαθεί η ευκαιρία αυτή
Οι ευοίωνες προοπτικές και οι θετικές εκτιμήσεις όσον αφορά την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα στηρίζονται σε γεγονότα που θα έχουν θετική επίδραση στο ΑΕΠ. Η εισροή των επενδυτικών κεφαλαίων που θα ακολουθήσει πρέπει να παρακινήσει όλους τους αρμόδιους φορείς για την χάραξη πολιτικών και την εφαρμογή παρεμβάσεων που θα καταστήσουν την ελληνική οικονομία πιο ανταγωνιστική και θα συνδέσουν την οικονομική της μεγέθυνση με την οικονομική ευημερία των πολιτών. Το μέλλον θα δείξει την κατάληξη όλων των προσδοκιών μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας και το κατά πόσο η Χώρα μας θα καταφέρει να αδράξει τις ευκαιρίες που της προσφέρονται στην παρούσα συγκυρία…
* Επίκουρος Καθηγητής ΔΙΠΑΕ, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών
** Καθηγητής ΠΑΜΑΚ, Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών