Διεθνής ομάδα ερευνητών που μελετά τα σήματα που έχει συλλέξει το διεθνές δίκτυο ραδιοτηλεσκοπίων LOFAR αναφέρει ότι κάποια από τα σήματα υποδεικνύουν την παρουσία εξωπλανητών. Είναι η πρώτη φορά που γίνεται εντοπισμός εξωπλανητών με τέτοιου είδους χρήση ραδιοσημάτων. Το LOFAR αποτελείται από συστοιχίες ραδιοτηλεσκοπίων σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.
Με δημοσίευση τους στην επιθεώρηση «Nature Astronomy» οι ερευνητές αναφέρουν ότι η μελέτη σημάτων από 19 άστρα υποδεικνύουν την παρουσία εξωπλανητών σε κάποια από αυτά. Τα σήματα προέρχονται από ερυθρούς νάνους, τον τύπο άστρου που σύμφωνα με τους αστρονόμους αποτελεί τη συντριπτική πλειοψηφία του γαλαξία μας και πιθανώς του Σύμπαντος. Τα σήματα προέρχονται από ερυθρούς νάνους που βρίσκονται σε αποστάσεις ως και 165 έτη φωτός μακριά από εμάς. Σύμφωνα με τους ερευνητές για τέσσερα από τα σήματα έφθασαν η μόνη λογική εξήγηση για την ύπαρξη τους είναι ότι η πηγή προέλευση τους είναι κάποιος πλανήτης.
Έχει διαπιστωθεί από μελέτες στο ηλιακό μας σύστημα ότι οι πλανήτες εκπέμπουν ισχυρά ραδιοκύματα καθώς τα μαγνητικά τους πεδία αλληλεπιδρούν με τους ηλιακούς ανέμους. Είναι η πρώτη φορά που αστρονόμοι εντοπίζουν ραδιοκύματα τα οποία φαίνεται ότι προέρχονται από ένα εξωπλανήτη και όπως αναφέρουν οι ερευνητές «είναι ένα σημαντικό βήμα στην ραδιοαστρονομία». Προς το παρόν οι ερευνητές δεν γνωρίζουν το μέγεθος ή τα χαρακτηριστικά αυτών των πλανητών, αν για παράδειγμα είναι κατοικήσιμοι, αλλά όλα τα σήματα είναι παρόμοια με παρόμοια με αυτά που εκπέμπει ο Δίας όταν αλληλεπιδρά με τον ηλιακό άνεμο. Ίσως λοιπόν να είναι όλοι γίγαντες αερίου.
«Τα αποτελέσματα της έρευνας μπορεί να οδηγήσουν σε νέες τεχνικές αναζήτησης πλανητών μακριά από το ηλιακό μας σύστημα» αναφέρει ο αστροφυσικός με ειδίκευση στον εντοπισμό και μελέτη εξωπλανητών Μπέντζαμιν Πόουπ καθηγητής του Πανεπιστημίου Κούινσλαντ στην Αυστραλία, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας. Μέχρι σήμερα οι αστρονόμοι η χρήση ραδιοσημάτων για τον εντοπισμό εξωπλανητών γινόταν με διαφορετικό τρόπο και περιοριζόταν σε κοντινές αποστάσεις. Οι έρευνες αυτές δεν είχαν ξεπεράσει μέχρι σήμερα τα τέσσερα έτη φωτός.