Της Μαρίας Βε
Όπως όλοι οι ηγέτες που παραμένουν πολύ καιρό στην εξουσία, έτσι και η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, άφησε τον διάδοχό της αντιμέτωπο με ημιτελή έργα, αλλά και ευκαιρίες να αναδιαμορφώσει παρωχημένες, χωρίς χρησιμότητα πολιτικές, απέναντι στην Κίνα.
H Μέρκελ, με αυτοπεποίθηση όσον αφορά την αντιμετώπιση της Κίνας, γρήγορα την τοποθέτησε στις προτεραιότητές της στην εξωτερική πολιτική και την επισκέφτηκε περισσότερες φορές από κάθε άλλη χώρα.
Η Καγκελάριος αποδείχθηκε επίσης ικανή να εξισορροπήσει τα συμφέροντα, που άλλοι παγκόσμιοι ηγέτες δεν κατάφεραν. Ευπρόσδεκτη στην Κίνα, βοήθησε να ανοίξουν πόρτες σε γερμανικές επιχειρήσεις, ενώ κατέστησε τη Γερμανία, μία από τις πιο δημοφιλείς ξένες χώρες στη Κίνα.
Καθώς παρείχε τα μηχανουργικά εργαλεία που απαιτούνται για την ταχεία εκβιομηχανοποίηση, πέρσι η Κίνα, ήταν ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας, ξεπερνώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες και κάθε χώρα της ΕΕ.
Η στρατηγική της Μέρκελ ήταν πολυεπίπεδη. Καθώς η Γερμανία δεν έχει σημαντικά στρατηγικά συμφέροντα στον Ειρηνικό, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό στο εμπόριο και η εύρεση τρόπου για να επωφεληθεί από την άνοδο της Κίνας διατηρώντας τις δημοκρατικές αρχές της Γερμανίας αποδείχτηκε εφικτή.
Τα λάθη της Μέρκελ και η CAI
Εντούτοις, η πολιτική της Μέρκελ για την Κίνα, δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ως απάντηση στις κυρώσεις της ΕΕ στην Κίνα, για τις φερόμενες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Σι Σιντζιάνγκ, η Μέρκελ και ο Γάλλος Εμμανουέλ Μακρόν, προώθησαν τη Συμφωνία για τις Επενδύσεις (CAI) μεταξύ ΕΕ και Κίνας, μια εμπορική συμφωνία με στόχο να κερδίσει την πρόσβαση των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στην Κίνα.
Παρέκαμψε όμως τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα, όπως τον κυβερνητικό έλεγχο σε βασικούς κλάδους και την έλλειψη ενός ολοκληρωμένου σχεδίου επίλυσης των διαφορών.
Τώρα επικρατεί η άποψη ότι οι φορείς χάραξης πολιτικής, αμφιβάλλουν για την ικανότητα της Ευρώπης να αντισταθεί στον κινεζικό εξαναγκασμό στο μέλλον, ειδικά την ώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες επιστρέφουν σε κάποια εκδοχή του «Τραμπισμού».
Αλλά, η προσέγγιση της Μέρκελ ήταν να διαχειριστεί τα προβλήματα και όχι τόσο να τα προβλέψει. Αντιμετώπισε επιδέξια κρίσεις και προκλήσεις στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, αλλά πιο παρορμητικά, γεγονός που δεν συνιστούσε συνεκτική και συνεπή στρατηγική, καθώς επέτρεψε σε ένα εκατομμύριο πρόσφυγες να μεταναστεύσουν στη Γερμανία το 2015, ενώ δύο χρόνια αργότερα, είπε ότι «το 2015 δεν πρέπει να επαναληφθεί».
Στην πορεία, προέβη στην ενθάρρυνση των τακτικών ροών μεταναστών στη Γερμανία, την ώρα που η χώρα «γερνάει» και λιγοστεύει το εργατικό δυναμικό.
Παράλληλα όμως, στις αρχές του 2019, η Ομοσπονδία Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI), εξέδωσε έγγραφο που αποκαλούσε την Κίνα «συστημικό ανταγωνιστή», όχι μόνο μια χώρα επιρρεπή σε αθέμιτες οικονομικές πρακτικές, αλλά μια χώρα που θέλει να αντικαταστήσει τους ανταγωνιστές της.
Δύο μήνες αργότερα, ακολούθησε έγγραφο της ΕΕ, που ανέλυε την Κίνα σε ένα τριμερές πλαίσιο:
1. Ως δυνητικό εταίρο στην επίλυση παγκόσμιων ζητημάτων
2. Ως οικονομικό ανταγωνιστή και
3. Ως συστημικό αντίπαλο
Σημαντικές αλλαγές στον ορίζοντα
Οι πρόσφατες εθνικές εκλογές στη Γερμανία πιθανότατα να ωθήσουν τις σχέσεις της χώρας με την Κίνα σε νέες κατευθύνσεις. Τα μικτά αποτελέσματα της ψηφοφορίας, επιτρέπουν μόνο τρεις πιθανούς κυβερνητικούς συνασπισμούς. Ο ένας με επικεφαλής τους Κεντροαριστερούς Σοσιαλδημοκράτες του Όλαφ Σολτς και τους Κεντροδεξιούς Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ, τώρα υπό την ηγεσία του διαδόχου της, Αρμίν Λασκέτ.
Και τα δύο κόμματα, ωστόσο, απορρίπτουν αυτή την επιλογή.
Το γεγονός αυτό οδηγεί σε δύο άλλες δυνατότητες, οι οποίες περιλαμβάνουν τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους να ενωθούν, είτε με τους Χριστιανοδημοκράτες, είτε με τους Σοσιαλδημοκράτες.
Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι πιθανότητες σημαίνουν σημαντικές αλλαγές στην πολιτική της Γερμανίας, σχετικά με την Κίνα, διότι, τόσο οι Πράσινοι όσο και οι Φιλελεύθεροι, είναι από τους πιο έντονους επικριτές της πολιτικής της Μέρκελ στην Κίνα, ενώ όλοι τάσσονται υπέρ της καταδίκης των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διατήρησης της αυτονομίας του Χονγκ Κονγκ.
Προτιμούν επίσης την ενίσχυση της προστασίας σε όλη την Ευρώπη, τύπου «μηχανισμός ελέγχου επενδύσεων της ΕΕ για το 2019», ο οποίος αποσκοπούσε στην αποτροπή ξένων επιχειρήσεων από την αγορά στρατηγικών βιομηχανιών.
Η υιοθέτηση αυτού του είδους της ατζέντας, θα μπορούσε να επιστρέψει τη Γερμανία στην υιοθέτηση μιας πιο ισχυρής εξωτερικής πολιτικής απέναντι στην Κίνα, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι μια νέα γερμανική κυβέρνηση θα μπορούσε άμεσα να αντιμετωπίσει την Κίνα, ειδικά σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Σύγχυση και ερωτηματικά
Η ευρωπαϊκή φιλοσοφία να αντιμετωπίζει την Κίνα ταυτόχρονα ως εταίρο, ανταγωνιστή και αντίπαλο, έχει πλέον υιοθετηθεί από τις περισσότερες δυτικές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών υπό τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν.
Το γεγονός τούτο, έχει δημιουργήσει σύγχυση και ταυτόχρονα ερωτηματικά.
Πρέπει η χώρα να επιβάλει περισσότερες εμπορικές κυρώσεις, παρόλο που δεν φαίνεται να λειτουργούν; ή μήπως να προετοιμαστεί για περισσότερη στρατιωτική εμπλοκή στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, παρόλο που τέτοιες ενέργειες θα ήταν σε μεγάλο βαθμό συμβολικές, δεδομένης της περιορισμένης στρατιωτικής ικανότητας της Γερμανίας (και της Ευρώπης);
Κατά γενική ομολογία, οι κοινωνίες δε θα δεχτούν την Κίνα ως μια πλήρως «φυσιολογική» χώρα, εφόσον επιδιώκει την καταστολή στο εσωτερικό και τον επεκτατισμό στο εξωτερικό.
Εντούτοις, η Γερμανία θα μπορούσε να ενισχύσει τη συμμαχία με την Ταϊβάν για παράδειγμα, καθώς οι Γερμανοί αξιωματούχοι έχουν κάποια εμπειρία και θα μπορούσαν να συμβουλέψουν τους ομολόγους τους στην Ταϊβάν, αποδεικνύοντάς τους ότι δεν είναι μόνοι.
Η Γερμανία θα μπορούσε επίσης να ακολουθήσει την τακτική που ακολούθησε με τη Σοβιετική Ένωση το 1963 στον ψυχρό πόλεμο, με πολλούς να επισημαίνουν ότι η Κίνα διαφέρει από τη Σοβιετική Ένωση, διότι δε χρειάζεται την οικονομική υποστήριξη της Δύσης, καθιστώντας την λιγότερο ευάλωτη στις πιέσεις, όσο αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ωστόσο, η στρατηγική αυτή εξακολουθεί να αποτελεί μια χρήσιμη υπενθύμιση, ότι το εμπόριο και οι αξίες μπορούν και πρέπει να συμβαδίζουν.
Και παρόλο που η Γερμανία ένιωσε κάποτε πολύ έντονα τα «θέλγητρα» του αυταρχισμού, έκτοτε ευδοκίμησε ως μία από τις πιο επιτυχημένες δημοκρατικές στον κόσμο.
με πληροφορίες από Foreign Affairs