Το βιβλίο «Μια γυναίκα» της Ανί Ερνό κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Ρίτας Κολαΐτη.
Η Ερνό προσπαθεί να ανακαλύψει τα διαφορετικά πρόσωπα της μητέρας της, που πέθανε εξασθενημένη από την αρρώστια που κατέστρεψε τη μνήμη της και της στέρησε τη σωματική και πνευματική της ακεραιότητα. Επιχειρεί να ανασυνθέσει τη ζωή αυτής της γυναίκας που υπήρξε η μητέρα της, μιας γυναίκας δραστήριας και ανοιχτής απέναντι στον κόσμο, που δούλεψε ως εργάτρια πριν ανοίξει το δικό της κατάστημα, που αγωνιούσε να διατηρήσει τη θέση της στην κοινωνία, που ήταν μανιώδης αναγνώστρια και πίστευε ότι «για να ανελιχθείς πρέπει πρώτα να μάθεις». Καλείται όμως να αντιμετωπίσει και τα αντιφατικά αισθήματα που πολλές φορές νιώθει μια κόρη για τη μητέρα της: αγάπη και μίσος, ενοχή, τρυφερότητα, ενόχληση, αλλά κι αυτή τη σπλαχνική και σιωπηλή προσκόλληση απέναντι σ’ αυτή την ηλικιωμένη γυναίκα που δεν ζει πια.
«Δεν της άρεσε να με βλέπει να μεγαλώνω. Όταν μ’ έβλεπε γδυτή, το σώμα μου έμοιαζε να της προκαλεί απέχθεια. Σίγουρα, έβλεπε τα στήθη και τους γοφούς μου ως απειλή και φοβόταν μήπως αρχίσω να τρέχω πίσω από τα’ αγόρια και πάψω να ενδιαφέρομαι για τα μαθήματα. Ήθελε να παραμείνω παιδί, λέγοντας πως ήμουνα δεκατριών χρονών μια βδομάδα προτού πατήσω τα δεκατέσσερα, υποχρεώνοντάς με να φοράω πλισέ φούστες, σοσόνια και ίσια παπούτσια. Μέχρι τα δεκαοχτώ μου, σχεδόν όλοι οι καβγάδες μας περιστρέφονταν γύρω από τις απαγορεύσεις εξόδου και τα ρούχα που διάλεγα (για παράδειγμα, επέμενε να φοράω λαστέξ όταν έβγαινα έξω, “θα ήσουν πολύ πιο κομψή”). Ξεσπούσε σε μια δυσανάλογη, φαινομενικά, οργή: “Δεν πρόκειται να βγεις έτσι” (με αυτό το φουστάνι, αυτό το χτένισμα και ούτω καθεξής) αλλά εμένα τούτη η οργή μου φαινόταν απολύτως φυσιολογική. Ξέραμε πολύ καλά και οι δυο: εκείνη, τη λαχτάρα μου ν’ αρέσω στ’ αγόρια, εγώ, την εμμονή της ότι θα “μου συμβεί κανά κακό”, με άλλα λόγια θα πλαγιάσω με τον πρώτο τυχόντα και θα γκαστρωθώ.
Κάποιες φορές, φανταζόμουν ότι ο θάνατός της δεν θα με πείραζε καθόλου». Η γραφή της Ερνό, ακριβής και σαφής, επαναφέρει με τρόπο σαρωτικό αυτή τη μητέρα που ήταν για την κόρη της η προσωποποίηση του Χρόνου και της κοινωνικής συνθήκης της καταγωγής: «Έχασα τον τελευταίο δεσμό που είχα με έναν κόσμο στον οποίο δεν ανήκω πια».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]