Του Χαράλαμπου Γκότση*
Από τις πρώτες ενέργειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην προσπάθεια μιας κοινής αντιμετώπισης του φαινομένου της πανδημίας, ήταν και η αναστολή των δημοσιονομικών περιορισμών που προβλέπονται στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο ή αλλιώς στο φρένο χρέους. Η προτροπή προς τα κράτη-μέλη μάλιστα ήταν, αντί να ακολουθήσουν μια συνετή πολιτική δαπανών, να εξαντλήσουν το δημοσιονομικό τους χώρο, στηρίζοντας εργαζόμενους και επιχειρήσεις, ώστε να αντέξουν στις επερχόμενες δυσκολίες. Εν τω μεταξύ με την ελπίδα, ότι η πανδημία θα υποχωρήσει οσονούπω σε διαχειρίσιμα επίπεδα, η συζήτηση για την τύχη του Δημοσιονομικού Συμφώνου έχει ήδη ανοίξει, αφού η αναστολή εκπνέει στα τέλη του 2022.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι η μοναδική χώρα της Ένωσης, που δεν αξιοποίησε τη δυνατότητα δανεισμού, είναι το Λουξεμβούργο, ενώ όλες οι άλλες περισσότερο ή λιγότερο επιβάρυναν τους προϋπολογισμούς τους με σημαντικά ποσά, αυξάνοντας αντίστοιχα και το δημόσιο χρέος. Για άλλη μια φορά η χρήση του κρατικού προϋπολογισμού (Κεϋνσιανή οικονομική πολιτική), έδωσε τη λύση μπροστά στην επερχόμενη βύθιση της οικονομικής δραστηριότητας και τις στρατιές των ανέργων. Έτσι, οι οικονομίες σταδιακά ανακάμπτουν και ταυτόχρονα όμως και η ένταση της φωνής των οπαδών του μηδενικού προϋπολογισμού. Και το ερώτημα που τίθεται είναι: Δικαιολογείται με όρους αποτελεσματικότητας της οικονομικής πολιτικής, η επιστροφή στα δεσμά του Συμφώνου ή έχουν αλλάξει τόσο οι συνθήκες, ώστε να απαιτείται, αν όχι η κατάργηση, τουλάχιστον μια λελογισμένη μεταρρύθμιση των κανόνων με το βλέμμα στο μέλλον;
Από το Maastricht στις ανάγκες της νέας εποχής
Η βάση του ρυθμιστικού πλαισίου που ισχύει και σήμερα στην ΕΕ είναι αποτέλεσμα της Συνθήκης του Maastricht του έτους 1992. Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο αποτελεί μια μετεξέλιξη, προϊόν της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, επί το αυστηρότερο, με την πρόβλεψη συγκεκριμένων οικονομικών κυρώσεων για τους παραβάτες. Οι ρυθμίσεις αυτές έχουν ήδη περάσει στα συντάγματα των χωρών, λαμβάνοντας έτσι, μορφή αδιαμφισβήτητου πυλώνα του πολιτικού, νομικού και οικονομικού μας συστήματος (sic), ή σε ισοδύναμες νομοθετικές πρόνοιες.
Έτσι, δεν επιτρέπεται το πρωτογενές έλλειμμα μιας χώρας να υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ, μάλιστα το διαρθρωτικό έλλειμμα (μόνιμη κατ’ έτος δαπάνη) μόνο το 0,5%, ενώ το συνολικό δημόσιο χρέος το 60% του ΑΕΠ. Το πρώτο κριτήριο ικανοποιούν σήμερα μόνο τρεις χώρες από τις 27 της ΕΕ (Σουηδία, Δανία και Βουλγαρία) ενώ το δεύτερο, ιδίως μετά τις δαπάνες για την πανδημία, οι οποίες ακόμη βρίσκονται σε εξέλιξη, πιθανά να παραβιαστεί από το σύνολο των χωρών . Ήδη, ο μέσος όρος χρέους προς ΑΕΠ στις χώρες της Ευρωζώνης βρίσκεται στο 101,5%. Διερωτάται συνεπώς κανείς, πως είναι δυνατό να ασχολούμαστε με τη διατήρηση μιας συμφωνίας, την οποία κανένα μέλος από αυτά που την υπέγραψαν δεν την τηρεί; Μία συνθήκη η οποία περιλαμβάνει αυθαίρετα όρια για το έλλειμμα και το χρέος μιας χώρας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της την εξυπηρετησιμότητά του, η οποία εξαρτάται από την χρονική διάρκεια των δανείων, τους ρυθμούς ανάπτυξης και το σημαντικότερο το ύψος του επιτοκίου.
Τελικά μήπως θα έπρεπε να αξιοποιήσουμε το χρόνο μέχρι τα τέλη του 2022, ώστε να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις για μια ουσιαστική μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων, στην κατεύθυνση ισχυροποίησης της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας; Μακριά από δογματισμούς και εμμονές σε αποτυχημένες πρακτικές που ακόμη και οι κατά παράδοση συντηρητικοί Οργανισμοί, όπως το ΔΝΤ, βλέπε πίεση στα μέλη για αύξηση των δημοσίων δαπανών ή τον ΟΟΣΑ, αποδοχή του κατώτατου μισθού, κάτι που απέρριπτε για δεκαετίες, έχουν de facto απορρίψει; Η προσήλωση συνεπώς σε μόνιμες ρυθμίσεις συσταλτικού χαρακτήρα, υιοθετώντας τις νεοφιλελεύθερες απόψεις ως μοναδική πρόταση για ρύθμιση της οικονομίας και εξορκίζοντας την κεϋνσιανή πολιτική μια και καλή, απεδείχθη εκ των πραγμάτων, ότι ούτε αποτελεσματική είναι αλλά και επικίνδυνη, αφού μόνο τα τελευταία χρόνια κλήθηκε η δεύτερη να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά δύο φορές (χρηματοπιστωτική κρίση και πανδημία).
Ας μην ξεχνάμε ότι, το Δημοσιονομικό Σύμφωνο έγινε αποδεκτό το 2011, κάτω από την πίεση της Γερμανίας, όταν οι 24 από τις 27 χώρες, ως αποτέλεσμα της διόγκωσης των προϋπολογισμών τους για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, είχαν ενταχθεί στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος της Ε.Ε. Εν τω μεταξύ όμως προέκυψαν νέες κοσμογονικές απειλές, οι οποίες αναγκαστικά απαιτούν και νέες γενναίες αποφάσεις σε δύο επίπεδα.
Ελαστικοποίηση των κανόνων για την επαναφορά των οικονομιών στην προτέρα της πανδημίας κατάσταση
Οι δημοσιονομικές ανάγκες για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων που δημιούργησε η πανδημία, φανέρωσαν και τις αδυναμίες των ρυθμιστικών κανόνων. Όταν, πριν καλά καλά ολοκληρωθεί η στήριξη των οικονομιών, η οποία εκτός από το 2021 αναμένεται να επεκταθεί και στο 2022, σε επτά χώρες το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το 100% του ΑΕΠ, γίνεται εύκολα αντιληπτό, ότι η συμμόρφωση με τους αυστηρούς κανόνες του Συμφώνου μόνο θεωρητική σημασία μπορεί να έχει. Έτσι, παρά τις αντιδράσεις των υποστηρικτών του Συμφώνου, η συζήτηση για την αναθεώρηση έχει ήδη αρχίσει, όχι μόνο σε ακαδημαϊκό, αλλά και σε τεχνοκρατικό επίπεδο στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπου έγιναν οι πρώτες συζητήσεις πρόσφατα στη Σύνοδο Κορυφής στο Brdo της Σλοβενίας. Αποτέλεσμα αυτών ήταν να δοθεί η εντολή στην Επιτροπή να ετοιμάσει μέχρι τα Χριστούγεννα ένα πρώτο κείμενο προτάσεων.
Οι πρώτες ενδείξεις παραπέμπουν στη βούληση για συνέχιση της αναστολής στην εφαρμογή των κανόνων και μετά το 2022 ή όσο χρειαστεί, όχι όμως οριζόντια, αλλά για όλες τις χώρες, οι οποίες δεν θα έχουν ανακτήσει τις οικονομικές απώλειες από την πανδημία. Έτσι, θα χρειαστεί να συνεχιστούν οι κρατικές ενισχύσεις, που συνεπάγονται δανεισμό, ώστε να βρεθούν στο προ κρίσης επίπεδο του ΑΕΠ τους. Θα υπάρξουν κατά πάσα πιθανότητα ειδικές ρυθμίσεις-εξαιρέσεις που θα προβλέπουν μια ελαστικότερη εφαρμογή. Επίσης, προς αναθεώρηση, με μεγάλη πιθανότητα μάλιστα να εγκριθεί, είναι και η υποχρέωση για μείωση του δημοσίου χρέους των υπερχρεωμένων χωρών κατά 1/20 κάθε έτος. Όπως ανέφερε και ο Διευθυντής του ESM Klaus Regling σε πρόσφατη τοποθέτησή του, για χώρες που παρουσιάζουν υπερχρέωση άνω του 100% του ΑΕΠ τους, ο στόχος αυτός είναι ανέφικτος.
Κλιματική αλλαγή και ψηφιακή μετάβαση απαιτούν επενδύσεις
Αν όμως για την αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων αρκούν κάποιες διορθωτικές παρεμβάσεις, άλλωστε η πανδημία θεωρείται φαινόμενο βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα, δε συμβαίνει το ίδιο με τις μεγάλες τομές που απαιτούνται για την αναχαίτηση της κλιματικής αλλαγής καθώς και της ψηφιακής μετάβασης. Οι εξελίξεις είναι τόσο ραγδαίες που και οι πλέον δύσπιστοι να αντιλαμβάνονται, ότι οι κίνδυνοι δεν αφορούν στο απώτερο μέλλον, αλλά στο σήμερα και στο αύριο της κοινής μας συμβίωσης στον πλανήτη. Η απειλή μιας ανεπανόρθωτης μεταβολής των κλιματικών συνθηκών καταλαμβάνει πλέον την πρώτη θέση στις σχετικές ειδικές μελέτες του ΟΗΕ και μάλιστα με τη συμπληρωματικό εύρημα σε μεγάλο ποσοστό, ότι η ανθρωπότητα δεν είναι σε θέση να την αναχαιτίσει. Φαίνεται ότι έπρεπε να ζήσουμε τεράστιες πυρκαγιές, πλημύρες, καύσωνες, ξηρασίες για να αφυπνιστούμε.
Είναι αυτονόητο ότι η αντιμετώπιση ενός πλανητικού φαινομένου, όπως είναι η κλιματική αλλαγή, απαιτεί τη συνεργασία όλων, κυρίως όμως των μεγάλων χωρών, οι οποίες είναι και υπεύθυνες για την επιδείνωση. Οι στόχοι και τα προγράμματα παρουσιάζονται κατά καιρούς στα διεθνή φόρα, όμως η ταχύτητα εφαρμογής τους δεν είναι επαρκής. Τα πράγματα αντί να βελτιώνονται χειροτερεύουν. Διαπιστώνεται, ότι η αιτία για την απομάκρυνση από τους κλιματικούς στόχους βρίσκεται στο τεράστιο επενδυτικό έλλειμμα. Για την Ευρώπη, όπου η φιλοδοξία είναι το 2050 να επιτευχθεί κλιματική ουδετερότητα, οι επενδύσεις που θα πρέπει να υλοποιηθούν είναι τεράστιες. Μελέτη της McKinsey έδειξε, ότι μόνο για να πετύχει η Γερμανία το στόχο της κλιματικής ουδετερότητας απαιτούνται 6 τρις Ευρώ. Η συνεισφορά του ιδιωτικού τομέα, παρότι πρόκειται για επικερδείς δραστηριότητες, δεν επαρκεί για να σηκώσει όλο το βάρος. Χρειάζεται η ενεργός συμμετοχή του κράτους μέσω των προϋπολογισμών. Αυτό όμως μπορεί να γίνει, όπως αναφέρεται και σε μελέτη του γνωστού Ινστιτούτου Bruegel, μόνο αν δεν ισχύουν οι σημερινοί περιοριστικοί κανόνες του Δημοσιονομικού Συμφώνου. Υπάρχει συνεπώς ανάγκη να εξαιρεθούν από τους κανόνες οι πράσινες επενδύσεις καθώς και οι ψηφιακές, οι οποίες θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση των οικονομιών. Τεχνικά προβλήματα ορισμού για το τι είναι πράσινη επένδυση, ψηφιακή επένδυση και τι όχι, μπορούν να λυθούν στο πλαίσιο των οργάνων της Κοινότητας, αξιοποιώντας και τις υπάρχουσες μελέτες. Η Ευρώπη δε στερείται πόρους, ούτε ανθρώπινο δυναμικό για να υλοποιήσει μεγάλου μεγέθους προγράμματα. Εκεί που φαίνεται να χωλαίνει, είναι η ανάπτυξη αποτελεσματικής στρατηγικής με όραμα, η οποία θα οδηγήσει τις χώρες και τους λαούς της σε ένα καλύτερο και ασφαλές αύριο.
Συμπέρασμα: Υπάρχει μεγάλη ανάγκη για αναθεώρηση, αν είναι δύσκολο να καταργηθεί, του Δημοσιονομικού Συμφώνου, τόσο με στόχο την αντιμετώπιση των προβλημάτων που θα αφήσει η πανδημία, όπως και κυρίως για τη διευκόλυνση των πράσινων και ψηφιακών επενδύσεων που θα μας οδηγήσουν στην επόμενη μέρα. Γι’ αυτές πρέπει να υπάρξει εξαίρεση από τις δεσμεύσεις και τις προβλεπόμενες κυρώσεις. Οι διαπραγματεύσεις στους κόλπους της Ένωσης θα είναι σκληρές, κυρίως μετά τη διαφαινόμενη συμμετοχή του κόμματος FDP (Ελευθεροδημοκράτες Γερμανίας) στη γερμανική κυβέρνηση, ο πρόεδρος των οποίων είναι σφοδρός πολέμιος της όποιας χαλάρωσης του Συμφώνου. Όμως, στην πολιτική όλα γίνονται με διαπραγματεύσεις, πειθώ και γιατί όχι και ανταλλάγματα.
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς