Ο κορωνοϊός, οι ανισότητες και ένας κόσμος σε κρίση: Χρειάζεται ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης;

Κυριακή, 26 Σεπτεμβρίου 2021 18:59
REUTERS/JOSE LUIS GONZALEZ
A- A A+

Έχοντας συμπληρώσει 18 μήνες υγειονομικής κρίσης και έκτακτων συνθηκών, η πανδημία του νέου κορωνοϊού έχει δημιουργήσει ένα δικός της κατεστημένο στη σύγχρονη πραγματικότητα. Την έχει καταστήσει «ευάλωτη» στις διαρθρωτικές αλλαγές που ήταν ήδη εν εξελίξει και έχει αναδείξει  τα τρωτά σημεία της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Ο Covid-19 έχει αλλάξει πολλά στον κόσμο από το πρώτο του ξέσπασμα στην Κίνα, δεν κατάφερε ωστόσο να επηρεάσει τους πάντες με τον ίδιο τρόπο. Δεν ήταν ο «μεγάλος ισοσταθμιστής» που είχε αρχικά υποστηριχθεί. Το αντίθετο, ενίσχυσε σημαντικά τις ανισότητες.

Όπως με τις περισσότερες αλλαγές που έφερε η πανδημία στην καθημερινότητά μας, οι ανισότητες δεν ήταν μια συνέπεια της υγειονομικής κρίσης. Ήταν μια «πληγή» που προϋπήρχε της πανδημίας, απλά άρχισε να «ματώνει» με τις εξάρσεις του Covid-19 και την αποτυχία του πλανήτη να ξεκινήσει μια ισχυρή αναπτυξιακή απάντηση στην κρίση.

Ένας κόσμος γεμάτος ανισότητες

Η παγκόσμια ανάπτυξη συρρικνώθηκε κατά 4,4% το 2020 και «έκαψε» άλλα 11 τρισεκατομμύρια δολάρια φέτος, αναβάλλοντας την πρόοδο στους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, οι οποίοι στοχεύουν στον οριστικό τερματισμό της φτώχειας και τη βελτίωση της υγείας, της εκπαίδευσης, της ισότητας των φύλων και της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας έως το 2030. 

Σύμφωνα με τα εκτιμήσεις, η πανδημία οδήγησε περίπου 100 εκατομμύρια ανθρώπους σε ακραία φτώχεια πέρυσι, σημειώνοντας την πρώτη άνοδο σε είκοσι χρόνια. Μια τόσο σημαντική αύξηση της φτώχειας οδηγεί την ανθρωπότητα στα όρια: το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Σίτισης του ΟΗΕ έχει υπολογίσει ότι περισσότεροι από 270 εκατομμύρια άνθρωποι κινδυνεύουν να λιμοκτονήσουν, αριθμός διπλάσιος από τον αντίστοιχο πριν από την πανδημία.

Αν και η οικονομική δύναμη μιας χώρας δεν μεταφράστηκε αυτόματα σε καλό χειρισμό της πανδημίας κατά το πρώτο έτος, όπως υποστήριξε ο οικονομολόγος Άνγκους Ντίτον, φαίνεται βέβαιο ότι θα επηρεάσει τις μακροπρόθεσμες επιδόσεις. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι ανεπτυγμένες χώρες, ήταν σε θέση να παρέχουν στις οικονομίες τους πακέτα δημοσιονομικής και νομισματικής τόνωσης ίσα με το 24% του ΑΕΠ τους. Οι χώρες όμως με χαμηλότερο εισόδημα δεν θα μπορούσαν να κάνουν τέτοια βήματα. Οι αναδυόμενες οικονομίες έχουν θεσπίσει φορολογικά και νομισματικά μέτρα τόνωσης ίσα με κατά μέσο όρο το 6% του ΑΕΠ τους και οι χώρες χαμηλού εισοδήματος έχουν συγκεντρώσει λιγότερο από 2%.

Στο μεταξύ, η εξωτερική βοήθεια ήταν ανεπαρκής για να καλύψει αυτό το κενό πόρων. Παρόλο που οι ανεπτυγμένες χώρες δεσμεύθηκαν για πάνω από 161,2 δισεκατομμύρια δολάρια σε εξωτερική βοήθεια το 2020, το ποσοστό αυτό αντιπροσώπευε αύξηση μόλις 3,5% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Επίσης μόνο το 1% αυτών των δαπανών των χωρών απορροφήθηκαν για την παροχή οικονομικής στήριξης.

Εν τω μεταξύ, αν και το ΔΝΤ έχει αυξήσει τον δανεισμό του σε χώρες χαμηλού εισοδήματος, τα δάνεια που δόθηκαν από την Παγκόσμια Τράπεζα και άλλα πολυμερή ιδρύματα ήταν πολύ λιγότερο ισχυρά το 2020, ειδικά σε σύγκριση με τη σημαντική απάντηση στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.

Αυτά τα οικονομικά χάσματα αναμένεται να διευρυνθούν τους μήνες και τα επόμενα χρόνια, καθώς οι αναπτυγμενες χώρες έχουν επίσης τη δυνατότητα να αγοράσουν εκατοντάδες εκατομμύρια δόσεις εμβολίων, ενώ οι φτωχότερες χώρες αναγκάστηκαν να περιμένουν ή να μείνουν χωρίς. Ο μηχανισμός Covax, η παγκόσμια πρωτοβουλία για τη συμπλήρωση των εθνικών προγραμμάτων εμβολίων στον αναπτυσσόμενο κόσμο, επιδιώκει να επιτύχει μόνο ένα ποσοστό εμβολιασμού της τάξης του 27% στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος φέτος. Το ποσοστό αυτό απέχει ωστόσο, πολύ από το τουλάχιστον 70% του παγκόσμιου ποσοστού ανοσοποίησης που οι ειδικοί θεωρούν απαραίτητο για την παροχή επαρκούς ανοσίας για να νικηθεί ο ιός.

Ως αποτέλεσμα, όσο αυξάνονται η φτώχεια, η πείνα και οι αρρώστιες, αυξάνεται σε παγκόσμια κλίμακα η ανασφάλεια.

Το ερώτημα πια δεν είναι αν ο αναπτυσσόμενος κόσμος θα μείνει πιο πίσω από πιο αναπτυγμένες οικονομίες. Το ερώτημα είναι πόσο πίσω θα μείνει, και σε δεύτερο επίπεδο, αν θα μπορέσει να ανακάμψει.

Πριν από την κρίση, το ΔΝΤ περίμενε ότι 110 αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες θα μειώσουν σημαντικά τη διαφορά και θα συγκλίνουν με τις αναπτυγμένες οικονομίες μεταξύ 2020 και 2022. Πλέον έχει υποβαθμίσει αυτή την εκτίμηση, υποστηρίζοντας ότι 58 από αυτές τις χώρες θα χάσουν έδαφος.

Μας αφορά όλους

Οι μεγάλες αποκλίσεις, ωστόσο, δεν αφορούν μόνο τις χώρες που μένουν πίσω. Εγκυμονούν τεράστιο κίνδυνο για κάθε έθνος.

Οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο γίνονται όχι μόνο φτωχότεροι αλλά και λιγότερο ασφαλείς. Για παράδειγμα,  περισσότεροι από 500 εκατομμύρια επιπλέον άνθρωποι αναμένεται να πέσουν κάτω από το διευρυμένο όριο φτώχειας από το 2020, πράγμα που σημαίνει ότι ζουν με λιγότερα από 5,50 δολάρια την ημέρα. Σε πολλά μέρη του κόσμου, αυτοί οι άνθρωποι εκπροσωπούν την μισθωτή εργασία στο εργατικό δυναμικό, η οποία χρησιμεύει ως το θεμέλιο της οικονομικής πυραμίδας στην οποία πολλοί από αυτούς φιλοδοξούν να ενταχθούν και στην οποία πολλοί από αυτούς εξαρτώνται από τις δαπάνες εργασίας και καταναλωτών. Με τόσους πολλούς να πέφτουν κάτω από αυτό το όριο, η κοινότητα της μισθωτής εργασίας δεν είναι πλέον σε θέση να λειτουργήσει ως κινητήριος μοχλός ανάπτυξης.

Γι’ αυτό και απαιτούνται σημαντικές αναπτυξιακές παρεμβάσεις. Διαφορετικά η φτώχεια που αυξάνεται συνεχώς και τα υπόλοιπα προβλήματα που συνοδεύουν την πανδημία (συρρίκνωση της πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη, μεταμόρφωση της παγκόσμιας οικονομίας και ανατροπές στην αγορά εργασίας) θα γίνουν ένα πρόβλημα δεκαετιών.

Αυτό το επίπεδο ανθρώπινης ανασφάλειας θα αυξήσει τελικά την αστάθεια παγκοσμίως, θα υπονομεύσει την παγκόσμια ανταπόκριση στην κλιματική αλλαγή και κυρίως, καθώς οι διακρατικές κρίσεις θα γίνονται πιο συχνές, θα βυθίσει σε ένα φαύλο κύκλο προβλημάτων τους ευάλωτους.

Ένα ιστορικό πρότυπο

Ξεσηκώνοντας ένα παράδειγμα από την ιστορία, ο Rajiv J. Shah σε δημοσίευμα του στο Foreign Affairs υποστηρίζει πως η «Χάρτα του Ατλαντικού», η συμφωνία που είχαν υπογράψει το 1941 ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Ουίνστον Τσώρτσιλ και ο πρόεδρος των ΗΠΑ Φραγκλίνου Ρούζβελτ, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα οδηγό για το σήμερα, για να στοχεύσουν οι ηγέτες όχι μόνο στον τερματισμό της πανδημίας αλλά και να καταστήσουν τον κόσμο μετά την πανδημία αρκετά ανθεκτικό για να αποτρέψει την εμφάνιση μιας νέας διακρατικής κρίσης.

Η συμφωνία των δύο αντρών μεταξύ άλλων αφορούσε την εξασφάλιση καλύτερων κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών για όλους τους λαούς της γης, πρεσβεύοντας μια παγκόσμια συνεργασία ελεύθερων και κυρίαρχων εθνών. Ήταν αποφασισμένοι να δημιουργήσουν τα θεμέλια για μια ειρήνη που έχει διάρκεια. Επίσης ένας από τους βασικούς τομείς εστίασης της Χάρτας ήταν ότι προωθούσε την παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη μέσα από την αργή αλλά σταθερή σύγκλιση μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών. Ο στόχος ήταν η ανοικοδόμηση και η εκβιομηχάνιση χωρών, ανοίγοντας το δρόμο για έναν πλανήτη απαλλαγμένο από «φόβο και ανέχεια».

Ακολούθσε η Διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς - γνωστή και ως Νομισματική και Οικονομική Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Αμερικανού προέδρου Φραγκλίνου Ρούζβελτ- που είχε σαν στόχο την ρύθμιση της διεθνούς νομισματικής και οικονομικής τάξης μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. 

Επίσης η Παγκόσμια Τράπεζα επρόκειται να δανείσει πόρους σε κυρίαρχα κράτη για να ανασυνταχθούν και στη συνέχεια να θεμελιώσουν τις βάσεις για ευρύτερη ανάπτυξη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) θα έσβηνε τις οικονομικές πυρκαγιές πριν μεγαλώσουν και εξαπλωθούν.

Οι πρωτοβουλίες που ελήφθησαν σε σημαντικό βαθμό «έπιασαν τόπο». Το αποτέλεσμα δεν ήταν μόνο μια ανάκαμψη από την καταστροφή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη και την Ασία, αλλά και μια χρυσή εποχή της οικονομικής ανάπτυξης. Από το 1961 έως το 1970, οι ανεπτυγμένες οικονομίες αναπτύχθηκαν με ισχυρό ρυθμό 5,0 % κάθε χρόνο. Τα μεσαία στρώματα άνθισαν, ξεκίνησε μια δημογραφική άνθηση και τα δίκτυα κοινωνικής ασφάλισης είχαν τονωθεί. Η ανάπτυξη τροφοδοτήθηκε εν μέρει από τα κέρδη στις λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες, που σημείωσαν ανάπτυξη κατά μέσο όρο 5,5 % ετησίως.

Και οι χώρες συνέχισαν να μειώνουν την ψαλίδα. Από το 1995 έως το 2015, το πραγματικό ΑΕΠ των αναπτυσσόμενων χωρών αυξήθηκε με μέσο ρυθμό 4,7% ετησίως - αρκετά ταχύτερα από αυτά των ανεπτυγμένων οικονομιών . Μεγάλο μέρος αυτής της άνθησης οφείλεται στην Κίνα και άλλα κράτη της Ανατολικής Ασίας. Οφείλεται επίσης στα τεράστια βήματα που έγιναν στην Αφρική και τη Νότια Αμερική. Την ίδια χρονική περίοδο, περισσότεροι από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι βγήκαν από τη φτώχεια.

Οι σύγχρονες προκλήσεις

Παρά την πρόοδο αυτή, η παγκόσμια ατζέντα για την ανάπτυξη αγνωίζεται για να προσαρμοστεί στις ανάγκες ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου και συνδεδεμένου κόσμου που «μεταδίδει» ακαριαία την αστάθεια μιας περιοχής στην άλλη. 

Παράλληλα, το μοντέλο παγκόσμιας ανάπτυξης που αρχικά υιοθετήθηκε αποδείχθηκε πολύ περιορισμένο, στατικό, κρατικοκεντρικό, δεν είχε πόρους για να επιτευχθεί η ιστορική πρωτοβουλία και ήταν «ευάλωτο» σε ελλείψεις και εξυπηρέτηση συμφερόντων. Συχνά επίσης κάποια διακρατικά προβλήματα αποδείχθηκε αδύνατο να αντιμετωπιστούν μόνο από τις αγορές, τις κυβερνήσεις ή τα πολυεθνικά ιδρύματα.  

Έτσι η εστίαση είναι πλέον στην «ανθρώπινη ασφάλεια», την οποία τα Ηνωμένα Έθνη ορίζουν ως την «ελευθερία από το φόβο και την ελευθερία από την ανάγκη, με ίσες ευκαιρίες να απολαμβάνουν όλα τα δικαιώματά τους και να αναπτύσσουν πλήρως τις ανθρώπινες δυνατότητές τους» τα άτομα.

Η αδυναμία του παγκόσμιου μοντέλου ανάπτυξης να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα του 21ου αιώνα γίνεται ολοένα και πιο εμφανής κάθε χρόνο που περνά. Όταν ο κόσμος προσπάθησε να αποτρέψει τις πανδημίες μετά την κρίση του Έμπολα του 2014 στη Δυτική Αφρική ή έκανε συμφωνίες στο Παρίσι το 2015 για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, δεν δεσμεύτηκε για τους απαραίτητους πόρους ή τις μεταρρυθμίσεις για την επίτευξη αυτών των στόχων. Την ίδια ώρα μεγάλωσε το χάσμα  και λαϊκιστές όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, οι υποστηρικτές του Brexit και άλλοι βρήκαν χώρο και δύναμη για να υπονομεύσουν την παροχή εξωτερικής βοήθειας και την πολυμέρεια. 

Η χάρτα του κορωνοϊού

Τα έθνη του κόσμου θα πρέπει, σύμφωνα με τον Shah, να εγκαινιάσουν μία χάρτα COVID, η οποία θα καταστήσει σαφές ότι οι διεθνικές κρίσεις που επηρεάζουν τους πιο ευάλωτους εγκυμονούν τον μεγαλύτερο βραχυπρόθεσμο κίνδυνο για τη διεθνή σταθερότητα. Η χάρτα πρέπει να τοποθετήσει την ανθρώπινη ασφάλεια στην κορυφή της ατζέντας ανάπτυξης του 21ου αιώνα. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για αποτελεσματική αντιμετώπιση του COVID-19 και της κλιματικής αλλαγής, η οποία μπορεί να στοχεύσει σε ευάλωτα άτομα παντού στον κόσμο.

Καθώς η πανδημία εξακολουθεί να μαίνεται, μπορεί να φαίνεται αδύνατο να δημιουργηθεί μια τέτοια φιλόδοξη συνεργασία μεταξύ των χωρών. Ο λαϊκισμός και ο εθνικισμός ενισχύονταν ακόμη και πριν ο κόσμος ακούσει για τον COVID-19 και οι οπαδοί τους σίγουρα θα αντισταθούν στις νέες παγκόσμιες δεσμεύσεις σήμερα. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών επίσης - ειδικά μεταξύ της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών - κινδυνεύει να αποσπάσει τη διεθνή προσοχή.

Οι πολιτικές εξελίξεις σε όλο τον κόσμο έχουν ανοίξει ένα παράθυρο ευκαιρίας για την ανάληψη των τολμηρών ενεργειών που απαιτούνται για τον τερματισμό αυτής της μεγάλης απόκλισης με τους παγκόσμιους ηγέτες να δείχνουν πιο έτοιμοι για παγκόσμια ηγεσία και αντιμετώπιση των παγκόσμιων ζητημάτων.

Η πιο σημαντική όμως ευκαιρία είναι η ίδια η πανδημία, η οποία έχει εξελιχθεί καθιστώντας κατανοητό πως με το να νικήσει μια χώρα τον κορωνοϊό δεν κηρύσσει το τέλος της πανδημίας. Πρέπει όλες οι χώρες να τον νικήσουν για να γραφτεί το τέλος.

Για να αρχίσει όμως να κλείνει το χάσμα, η πρώτη προτεραιότητα είναι η σύγκλιση των ανισοτήτων. Πρέπει να κλείσει επειγόντως ένα κενό πόρων τρισεκατομμυρίων δολαρίων στις αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες οικονομίες.

Οι πέντε δεσμεύσεις

Η χάρτα του COVID πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον πέντε δεσμεύσεις, αναφέρει ο Shah:

Πρώτον, οι ανεπτυγμένες οικονομίες πρέπει να συμφωνήσουν να διαθέσουν τουλάχιστον το 1% του ΑΕΠ τους σε εξωτερική βοήθεια, η οποία θα αυξήσει την αναπτυξιακή βοήθεια κατά περίπου 100 δισεκατομμύρια δολάρια.

Δεύτερον, αυτή η δέσμευση εξωτερικής βοήθειας από ανεπτυγμένες χώρες θα μπορούσε να αναληφθεί ως μέρος μιας συμφωνίας -πλαισίου με τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, σύμφωνα με τις οποίες οι οικονομίες αυτές δεσμεύονται να ενισχύσουν τις ικανότητές τους (εμβολιασμός, ανοικοδόμηση των οικονομιών, συμπεριληπτικότητα, μεγαλύτερη κινητοποίηση εσωτερικών πόρων).

Τρίτον, πρέπει να επαναπροσδιοριστεί  η αρχιτεκτονική της Διάσκεψης του Μπρέτον Γουντς  για να ανταποκρίνονται πιο προσαρμοστικά, με επιθετική ηγεσία και δημιουργικές μεταρρυθμίσεις στις δύπ παράλληλες κρίσεις.

Τέταρτον, για να αντιμετωπίσει τις κρίσεις και να αποτρέψει άλλες, ο κόσμος πρέπει να επεκτείνει τις συνεργασίες για να ξεκλειδώσει πλήρως την τελευταία λέξη της επιστήμης, της τεχνολογίας και της καινοτομίας για τους πιο ευάλωτους στον κόσμο, οι οποίοι ιστορικά ήταν οι τελευταίοι που επωφελήθηκαν από νέες προόδους.

Πέμπτον, όλοι πρέπει να δεσμευτούν ότι οι εισροές και τα αποτελέσματά τους θα μετρηθούν με τρόπους που είναι σύμφωνοι με τις αρχές που συμφωνήθηκαν στο Φόρουμ Υψηλού Επιπέδου για την αποτελεσματικότητα της βοήθειας του 2011, που πραγματοποιήθηκε στο Μπουσάν της Νότιας Κορέας και το έργο τους παρακολουθείται τακτικά από την G-7, την G-20 και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Επιμέλεια: Βαρδαλαχάκη Ιωάννα

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή