«Οκτώ δισεκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη θα μπορούν να έχουν αρκετή τροφή;» Αυτό είναι το ερώτημα στην ειδική Σύνοδο Κορυφής για τα Συστήματα Τροφίμων πραγματοποιείται σήμερα στη Νέα Υόρκη ,στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη.
Η Σύνοδος θεωρείται από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ ,Αντόνιο Γκουτέρες ως ένα κρίσιμο βήμα για να ενισχυθεί η δημόσια συζήτηση, ώστε ν`αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος παράγει, καταναλώνει και σκέφτεται για τα τρόφιμα. Το «σύστημα τροφίμων» ,που αναφέρεται στον τίτλο της Διάσκεψης ,αφορά το σύνολο των στοιχείων και δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την παραγωγή και κατανάλωση τροφίμων, όπως και οι οικονομικές, υγειονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις και αλληλεπιδράσεις.
Η ανάληψη δράσης από τον ΟΗΕ είναι άλλωστε , παραπάνω από επείγουσα ,καθώς- παρά τις προσπάθειες για την καταπολέμηση της πείνας στον κόσμο, ένας στους 10 ανθρώπους στον πλανήτη εξακολουθεί να υποσιτίζεται. Το ποσοστό αυτό μάλιστα έχει αυξηθεί σημαντικά τον τελευταίο χρόνο ,λόγω των συνεπειών της πανδημίας.
Το έργο είναι τιτάνιο και πολλοί ειδικοί είναι απαισιόδοξοι. Περίπου 200 μη κυβερνητικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένης της «Bread for the World» και του «Misereor» - μποϊκοτάρουν μάλιστα τη σύνοδο κορυφής.
Αποφάσισαν να διοργανώσουν μάλιστα μια ψηφιακή αντι-σύνοδο, όπως γράφει η γερμανική Tagesschau. «Τα τελευταία χρόνια, η επιρροή των πολυεθνικών αγροδιατροφικών κολοσσών στους διεθνείς οργανισμούς τροφίμων έχει αυξηθεί σημαντικά», υποστηρίζει ο Ιταλός οικονομολόγος Στέφανο Πράτο, επικεφαλής της Εταιρείας Διεθνούς Ανάπτυξης - ενός δικτύου 80 ΜΚΟ που εδρεύει στη Ρώμη. Ο Πράτο είναι ένας από τους πιο έντονους επικριτές του διεθνούς συστήματος τροφίμων και του παγκόσμιου οργανισμού τροφίμων FAO,που ιδρύθηκε μετά τον Β` Παγκόσμιο Πόλεμο για να εξασφαλίσει επαρκή παραγωγή υγιεινών τροφίμων σε όλον τον κόσμο.
Τα προβλήματα του FAO
Τα τελευταία χρόνια, ο FAO αντιμετωπίζει όμως ένα παρόμοιο πρόβλημα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ): Δεν χρηματοδοτείται επαρκώς. Οι υποχρεωτικές συνεισφορές των κρατών μελών - περίπου 500 εκατομμύρια δολάρια ετησίως - δεν είναι καθόλου επαρκείς για την εκπλήρωση της εντολής του FAO. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η υπηρεσία αυτή του ΟΗΕ αναγκάζεται να εξαρτάται από εθελοντικές συνεισφορές και από ιδιώτες δωρητές. «Αυτές οι εθελοντικές εισφορές είναι υπερδιπλάσιες από τις κρατικές επιχορηγήσεις και το κυριότερο είναι ότι όποιος δωρίζει χρήματα στον FAO , αποκτά ταυτόχρονα και ισχυρή επιρροή στη στρατηγική του κατεύθυνση», σημειώνει η γερμανική εφημερίδα.
«Οι εταιρείες ελπίζουν επίσης να βελτιώσουν την εικόνα τους, ως συνεργάτες σε έναν οργανισμό που καταπολεμά την πείνα. Έχουν επίσης πρόσβαση στους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων του FAO και εργάζονται για τις συστάσεις του FAO. Οι εισηγήσεις αυτές με τη σειρά τους, ενσωματώνονται στη συνέχεια στη νομοθεσία των κρατών. Χαλαροί περιβαλλοντικοί νόμοι ή επιδοτήσεις για βιομηχανικά προϊόντα όπως λιπάσματα και φυτοφάρμακα .Η οικολογική παραγωγή, η οποία έχει στόχο τη βελτίωση του περιβάλλοντος, του κλίματος και τη ενίσχυση των αγροτικών οικογενειών, υστερεί», γράφει η Tagesschau.
Πολυεθνικοί κολοσσοί εμφανίζονται ως εταίροι του FAO από τη μία πλευρά και από την άλλη, διαθέτουν στην παγκόσμια αγορά φυτοφάρμακα τα οποία ο ΠΟΥ έχει χαρακτηρίσει ως εξαιρετικά επικίνδυνα για το περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία, όπως αναφέρει η βρετανική εταιρεία συμβούλων Phillips McDougall.
Ο Αλαξάντερ Τζόουνς, Διευθυντικό στέλεχος του FAO, τονίζει όμως ότι «μπορεί να διασφαλιστεί η διατροφή σε μεγάλη κλίμακα μόνο με τη βοήθεια ιδιωτών». Η υπηρεσία του ΟΗΕ προσπαθεί μάλιστα να δεσμεύσει τις εταιρείες προς τη σωστή κατεύθυνση και να τις παρακινήσει να πραγματοποιούν υπεύθυνες επενδύσεις.