Από την έντυπη έκδοση
Του Μιχάλη Χατζηκωνσταντίνου
[email protected]
Οι δασικές πυρκαγιές του φετινού καλοκαιριού, όπως και εκείνες του 2018 και του 2007, συνιστούν ένα εθνικό δράμα. Πρόκειται για κάτι προφανές που μόνο φανατικοί μπορούν να αμφισβητήσουν ή να αποπειραθούν να σχετικοποιήσουν με ανόητες κομματικές συγκρίσεις.
Το δράμα του λαού μας δεν έχει τελειώσει ακόμη, αλλά όσο σβήνουν οι φωτιές τόσο καθίσταται πιο επείγουσα η συζήτηση για το πώς θα επουλώσουμε τα τραύματα και πώς θα αναδιοργανώσουμε την κρατική μηχανή. Απέναντι σε μια τέτοια προοπτική οφείλουμε να αποτρέψουμε την επανάληψη δύο γνωστών φαινομένων που υπονόμευσαν αντίστοιχες προσπάθειες στο παρελθόν.
Το πρώτο ακούει στο όνομα «μόχλευση του μίσους». Δεν έχουμε την πολυτέλεια να ξαναζήσουμε την τοξικότητα του 2018 που καλλιεργήθηκε μετά την εθνική τραγωδία στο Μάτι. Όσοι μιλούσαν με ευκολία για «εγκληματίες» και «προδότες», όσοι έβλεπαν παντού «άσχετους ανίκανους» διαπίστωσαν πλέον από πρώτο χέρι τι μπορεί να κάνει στους σχεδιασμούς επί χάρτου μια ισχυρή δασική πυρκαγιά. Και από την άλλη όχθη, βέβαια, όσοι είχαν τότε κρατικές ευθύνες θα πρέπει να διαγράψουν οριστικά κάθε σκέψη για να απαντήσουν με το ίδιο νόμισμα.
Το δραματικό φετινό καλοκαίρι απέδειξε ότι τα πολιτικά οφέλη του λαϊκισμού των φυσικών καταστροφών δεν είναι μόνο ανήθικα, αλλά και πρόσκαιρα.
Το δεύτερο φαινόμενο είναι ο «χορός στα ερείπια». Είναι αρκετά συνηθισμένο στην Ελλάδα οι αποτυχίες να δικαιολογούνται με επικλήσεις σε «αόρατους εχθρούς», σε «κακιά ώρα» ή ακόμη και να αντιμετωπίζονται ως επιτυχίες.
Δεν είναι δυνατόν να πανηγυρίζουμε για την πρόοδο που συντελέστηκε, πράγματι, στις εκκενώσεις οικισμών, θάβοντας κάτω από τη στάχτη τα αδιανόητα πισωγυρίσματα στην προστασία φυσικού πλούτου, σπιτιών και καλλιεργειών.
Μια οργανωμένη πολιτεία οφείλει να προστατεύει τόσο τη ζωή, όσο και το βιός των ανθρώπων. Άλλωστε, αν συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι η απώλεια ενός εκατομμυρίου δασικών στρεμμάτων και αμέτρητων περιουσιών δεν αποτελεί εθνική καταστροφή, τότε θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να ξαναζήσουμε και άλλα τέτοια εφιαλτικά καλοκαίρια.