Να έχουν πράσινη εντολή οι κεντρικές τράπεζες;

Τετάρτη, 04 Αυγούστου 2021 08:25
UPD:11:08
SHUTTERSTOCK
A- A A+

Από την έντυπη έκδοση

Του Ρόμπερτ Σκιντέλσκι*

Στον προϋπολογισμό του Μαρτίου, ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών Ρίσι Σουνάκ διεύρυνε την εντολή της Τράπεζας της Αγγλίας, συμπεριλαμβάνοντας την υποστήριξη του στόχου της κυβέρνησης για επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2050. Αλλά με επιστολή του στις 8 Ιουνίου στους «Financial Times», ο Μέρβιν Κινγκ, πρώην κυβερνήτης της Τράπεζας της Αγγλίας (ΒΟΕ), επέκρινε έντονα την κίνηση αυτή. Ο Κινγκ προειδοποίησε ότι «η επέκταση των εντολών της κεντρικής τράπεζας σε πολιτικούς τομείς όπως η κλιματική αλλαγή […] απειλεί να αποδυναμώσει την de facto ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, οδηγώντας σε πιο αργή ανταπόκριση στα σημάδια του υψηλότερου πληθωρισμού». Τι συμβαίνει λοιπόν;

Μια μικρή ιστορία μπορεί να βοηθήσει. Μέχρι τη δεκαετία του 1980, μεταξύ των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής προέκυψε η συναίνεση ότι το κύριο μακροοικονομικό πρόβλημα ήταν ο πληθωρισμός. Οι «κεϋνσιανές» προσπάθειες των κυβερνήσεων για να ωθήσουν την ανεργία κάτω από το «φυσικό ποσοστό» της, τους κατέστησαν αναξιόπιστους θεματοφύλακες της αξίας του χρήματος. Συνεπώς, οι κυβερνήσεις ανέθεσαν τον έλεγχο του πληθωρισμού σε «μη πολιτικούς» κεντρικούς τραπεζίτες. Το 1997, η νέα κυβέρνηση των Εργατικών του Ηνωμένου Βασιλείου, έχοντας επίγνωση της φήμης του κόμματος για αλόγιστες δαπάνες, έδωσε εντολή στη BOE να επιτύχει έναν στόχο πληθωρισμού 2,5% (αργότερα μειώθηκε στο 2%). Η εξουσία του καθορισμού του επίσημου επιτοκίου (τραπεζικό επιτόκιο) μεταβιβάστηκε από το υπουργείο Οικονομικών στην Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής της BOE.

Η προσδοκία ήταν ότι η ενδυναμωμένη BOE θα αυξήσει το επιτόκιό της όταν ο πληθωρισμός ήταν υψηλότερος από το 2% και θα το μείωνε όταν ο πληθωρισμός (ή το επίπεδο των τιμών) υποχωρούσε. Επιπλέον, ο μεσοπρόθεσμος χαρακτήρας του στόχου για τον πληθωρισμό έδωσε στη BOE περιθώρια να προσαρμόσει την πολιτική των επιτοκίων ώστε να αντικατοπτρίζει την οικονομική δραστηριότητα. Αυτό το νομισματικό καθεστώς, που υιοθετήθηκε από τις περισσότερες κεντρικές τράπεζες των πλούσιων χωρών, πιστώθηκε για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών κατά τη διάρκεια της λεγόμενης «Μεγάλης Εποπτείας» που κράτησε μέχρι το 2008. Όμως οι χαμηλές τιμές των εμπορευμάτων, η συντηρητική δημοσιονομική πολιτική και η ενσωμάτωση της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία ήταν σχεδόν σίγουρα πιο σημαντικοί παράγοντες από τις τεχνοκρατικές βαθμονομήσεις των ανεξάρτητων κεντρικών τραπεζών.

Στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, ωστόσο, οι κεντρικές τράπεζες ξεπέρασαν τον παραδοσιακό τους ρόλο ως δανειστές της έσχατης λύσης και διέσωσαν τις χρεοκοπημένες εμπορικές τράπεζες που θεωρούνταν «πολύ μεγάλες για να αποτύχουν». Καθώς η τραπεζική κρίση μετατράπηκε σε σοβαρή οικονομική ύφεση και τα επίσημα επιτόκια μειώθηκαν σχεδόν στο μηδέν, η εκπλήρωση της εντολής για τον πληθωρισμό θεωρήθηκε ότι απαιτεί πρόσθετα εργαλεία νομισματικής πολιτικής. Εισήχθη η ποσοτική χαλάρωση (QE) ή «μη συμβατική νομισματική πολιτική», που σήμαινε να «πλημμυρίσει» η οικονομία με χρήματα για να αντισταθμισθούν οι επιπτώσεις της συρρίκνωσης των επιχειρήσεων.

Οι κεντρικές τράπεζες που είναι επιφορτισμένες με τον έλεγχο του πληθωρισμού χρησιμοποιούν τώρα τη νομισματική πολιτική για να αποτρέψουν την οικονομική κατάρρευση -κάτι για το οποίο δεν είχαν εντολή. Εν μέσω της επακόλουθης σύγχυσης σχετικά με τη φύση του ρόλου τους, οι υπεύθυνοι χάραξης νομισματικής πολιτικής ισχυρίστηκαν ότι οι μαζικές αγορές κυβερνητικού χρέους -ύψους εκατοντάδων δισ. δολαρίων, ευρώ και στερλινών μεταξύ 2009 και 2016- είχαν ως στόχο να «φέρουν το ποσοστό πληθωρισμού στον στόχο». Όλοι όμως γνώριζαν ότι ο πληθωρισμός ήταν το τελευταίο πράγμα που είχαν στο μυαλό τους καθώς οι οικονομίες τους βυθίζονταν.

Αν οι κεντρικές τράπεζες είχαν διακηρύξει ανοιχτά τον ρόλο τους ως διασώστες της έσχατης λύσης, οι περισσότεροι θα έλεγαν ότι αυτό ήταν ευθύνη της κυβέρνησης έχοντας βάσιμο λόγο. Όπως επεσήμανε ο Τζον Μέιναρντ Κέινς 80 χρόνια νωρίτερα, είναι οι δαπάνες, όχι η εκτύπωση χρημάτων της κεντρικής τράπεζας που είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομική δραστηριότητα.

Οι κεντρικές τράπεζες δεν απάντησαν ποτέ ικανοποιητικά στο ερώτημα για το πώς οι τεράστιες νομισματικές τους εισφορές υποτίθεται ότι θα αυξήσουν την πραγματική οικονομική δραστηριότητα ή θα αυξήσουν τις τιμές. Καθώς οι οικονομίες συνέχισαν να παραμένουν στάσιμες, το καλύτερο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να υποστηρίξουν ότι τα πράγματα θα ήταν χειρότερα χωρίς QE.

Στη συνέχεια, με την ανάκαμψη από το οικονομικό σοκ της περιόδου 2008/09 να μην έχει ολοκληρωθεί, η πανδημία Covid-19 χτύπησε. Αυτή τη φορά, οι κυβερνήσεις άρχισαν (σωστά) να ξοδεύουν σε τεράστια κλίμακα για να διατηρήσουν την αγοραστική δύναμη των κοινωνιών εν όψει των μαζικών lockdowns. Οι κεντρικές τράπεζες, εξακολουθώντας φαινομενικά να επιδιώκουν τους στόχους για τον πληθωρισμό, χρηματοδότησαν οποιασδήποτε κλίμακας δημόσιες δαπάνες επέλεξαν οι κυβερνήσεις, χωρίς κανείς να ασχοληθεί με την αλλαγή της εντολής τους. Μερικά ανήσυχα πνεύματα ρώτησαν πώς η χρηματοδότηση ενός συνεχώς αυξανόμενου δημόσιου ελλείμματος θα μπορούσε να συμβαδίζει με την επίτευξη του στόχου για πληθωρισμό 2%. Ωστόσο, η τοποθέτηση αυτού του ζητήματος θεωρήθηκε κακή επιρροή, καθώς «υπονόμευε την αξιοπιστία» της αντιπληθωριστικής εντολής της κεντρικής τράπεζας. Η νέα εντολή του Σουνάκ για την κλιματική αλλαγή, η οποία τουλάχιστον έχει την αρετή να είναι διαφανής, έρχεται έτσι σε μια στιγμή που τα νερά της νομισματικής πολιτικής είναι ήδη λασπωμένα και η έννοια της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών θολή. Η καθιέρωση μεγαλύτερης σαφήνειας σε τέτοια ζητήματα ήταν ένας από τους κύριους σκοπούς της πρόσφατης έρευνας της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων του Βουλής των Λόρδων του Ηνωμένου Βασιλείου για τη νομισματική πολιτική.

Η έκθεση της επιτροπής, «Quantitative Easing: A Dangerous Addiction?», αποτυπώνει με σχολαστική λεπτομέρεια την προοδευτική επιδείνωση της συνοχής της εντολής της BOE. Αναγνωρίζει ότι η πρόληψη των καταστροφικών κλιματικών αλλαγών πρέπει να αποτελεί κεντρικό μέλημα της δημόσιας πολιτικής. Το ζήτημα είναι απλώς ο βαθμός στον οποίο η κεντρική τράπεζα θα μπορούσε να ενταχθεί σε πολιτικά ζητήματα χωρίς να υπονομεύσει την αξιοπιστία που της παρέχει η ανεξαρτησία από την πολιτική. Η έκθεση της επιτροπής καταλήγει προσεκτικά στο συμπέρασμα ότι, λόγω της διεύρυνσης της εντολής της BOE από τον υπουργό Οικονομικών, «η Τράπεζα κινδυνεύει να εξαναγκαστεί να εισέλθει στην πολιτική αρένα». Ωστόσο, το σημαντικό ερώτημα δεν είναι ο βαθμός στον οποίο η διευρυμένη εντολή της BOE υπονομεύει τα αντιπληθωριστικά διαπιστευτήριά της, αλλά μάλλον ο βαθμός στον οποίο αμβλύνονται οι ευθύνες της κυβέρνησης και της κεντρικής τράπεζας στην εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής. Το ισχύον καθεστώς προϋποθέτει ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες θα πρέπει να ελέγχουν την ποσότητα του χρήματος, ενώ η κατανομή των χρημάτων (ή του κεφαλαίου) μέσω του προϋπολογισμού θα παραμείνει στα χέρια των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων.

Όμως, η συμμετοχή των κεντρικών τραπεζών στην κατανομή των χρημάτων στις επιχειρήσεις ή σε τομείς βάσει του «πράσινου» δυναμικού τους -αγοράζοντας το χρέος των εταιρειών υδροηλεκτρικής ενέργειας, αλλά όχι των εταιρειών πετρελαίου, για παράδειγμα- τις αναγκάζει να λάβουν πολιτικές αποφάσεις για τις οποίες πρέπει η κυβέρνηση να λογοδοτεί μέσω του φορολογικού συστήματος. Η ετοιμότητα της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου να εκμεταλλευτεί το εργαλείο QE για την εξωτερική ανάθεση κεφαλαίων σε έναν οργανισμό που δεν λογοδοτεί, αποτελεί επομένως ένα περαιτέρω βήμα παραίτησης από την ευθύνη για τη διασφάλιση μιας υγιούς και βιώσιμης οικονομίας.

*Ρόμπερτ Σκιντέλσκι, μέλος της Βουλής των Λόρδων της Βρετανίας, ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο πανεπιστήμιο Warwick.

Copyright: Project Syndicate, 2021 [https://www.project-syndicate.org%3C/i%3E]www.project-syndicate.org

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή