Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν.Χ. Παπανδρόπουλου
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Πολλά και περίεργα πράγματα, για μένα τουλάχιστον, συμβαίνουν στον κόσμο μας. Καταλαβαίνω ότι αυτός ο κόσμος αλλάζει και βλέπω ότι οι αλλαγές αυτές δεν είναι του τύπου τις εφαρμόζω αμέσως. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Είναι αλλαγές πολύπλευρες, δυσνόητες, ενίοτε δε και παραπλανητικές. Πριν από 18 μήνες ήλθε και η πανδημία και η κατάσταση έγινε ακόμα χειρότερη. Μέσα σε 18 μήνες πέντε εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους υπό τραγικές συνθήκες και άλλα 40 εκατομμύρια τη γλίτωσαν μεν μετά την προσβολή τους από τον κορωνοϊό, αλλά θα πρέπει να δούμε τι κουσούρια έμειναν σε αρκετούς από αυτούς.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, εμφανίστηκαν στο προσκήνιο και διάφορα δικαιωματικά κινήματα. Σε αντίθεση δε με τον περίφημο Μάη του 1968, που προσωπικά βίωσα στο Παρίσι και που σύνθημά του ήταν «απαγορεύεται το απαγορεύειν», τα νέα κινήματα απαγορεύουν σχεδόν τα πάντα. Για παράδειγμα σε αρκετά προάστια των Βρυξελλών, του Παρισιού και του Άμστερνταμ, υπάρχουν εστιατόρια και καφετέριες όπου απαγορεύεται να είσαι λευκός, απαγορεύεται η κατανάλωση αλκοόλ και κινδυνεύει η ζωή κάποιου αν συλληφθεί να διαβάζει Όσκαρ Ουάιλντ.
Σε σχολεία της Γερμανίας, της Ολλανδίας, του Βελγίου και της Γαλλίας πληροφορούμαι ότι απαγορεύεται να γίνονται αναφορές στον Σωκράτη, στη Μαρία Μαγδαληνή, στον Μαρσέλ Προυστ και τον Μισέλ Φουκό, ύποπτο για ομοφυλοφιλία.
Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλες πολλές περιπτώσεις απαγορεύσεων, κάποιες από τις οποίες είναι και προσωπικές εμπειρίες. Το θέμα είναι ότι οι απαγορεύσεις αυτές εκπηγάζουν από ένα συναίσθημα ψευδοηθικολογίας και άκρατου φαρισαϊσμού, το οποίο ο Βρετανός συγγραφέας Θίοντορ Νταλριμπίλ (ψευδώνυμο) περιγράφει με γλαφυρό τρόπο στο προτελευταίο τεύχος του «Athens Review of Books» (ARB).
Γράφει έτσι, μεταξύ άλλων, υπό τον τίτλο «Η εποχή της ψευδοηθικολογίας»:
«Η ψευδοηθικολογία και ο φαρισαϊσμός είναι χειρότεροι από την υποκρισία: διότι αν ως υποκρισία νοείται η αδυναμία να ζήσουμε σύμφωνα με τα δεδηλωμένα ηθικά ιδεώδη μας, οι περισσότεροι είμαστε υποκριτές, ευτυχώς δηλαδή. Μια κοινωνία όπου όλοι θα τηρούσαν απαρέγκλιτα τις ηθικές αρχές τους θα ήταν μη ανεκτική, ανεξαρτήτως από το εάν αυτές οι αρχές συνέπιπταν μεταξύ τους ή όχι. Πέρα από το γεγονός ότι κανένα πλέγμα ηθικών αξιών δεν δύναται να είναι επαρκώς σφιχτό ώστε να πιάσει όλες τις άπειρα ποικίλες αναγκαιότητες της ζωής, ένα άτομο χωρίς καμία ηθική αδυναμία, μολονότι ενδεχομένως αξιοθαύμαστο σε θεωρητικό επίπεδο, θα ήταν άβολο, ακόμη και τρομακτικό εκ του σύνεγγυς. Είναι καλό να μην είσαι ψεύτης, αλλά το να μη λες ποτέ ψέματα σημαίνει ότι είσαι ακοινώνητο ον, με τόσο συναίσθημα όσο ένα ρομπότ.
Δίχως υποκρισία δεν θα υπήρχε κουτσομπολιό, δίχως κουτσομπολιό δεν θα υπήρχε καθόλου λογοτεχνία και ελάχιστη συζήτηση. Η δόση της υποκρισίας που είναι αναγκαία για να διατηρηθεί η κοινωνική συναναστροφή είναι θέμα κρίσεως, διότι ενώ πολλές μεμονωμένες περιπτώσεις υποκρισίας είναι κατακριτέες και γίνονται δικαίως στόχος δυσμενούς σχολιασμού, και κάποιες μάλιστα είναι απαράδεκτες, η υποκρισία είναι εξίσου απαραίτητη για την ανθρώπινη ύπαρξη όσο ο έρωτας ή το γέλιο. Δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε τη ρήση του Λα Ροσφουκό ότι η υποκρισία είναι τα λύτρα που πληρώνει η αμαρτία στην αρετή: όμως τουλάχιστον εκείνος ξέρει ότι υφίσταται διαφορά. Ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος να εξαλείψουμε πλήρως την υποκρισία από τις ανθρώπινες σχέσεις είναι να μην έχουμε καθόλου ηθικά μέτρα.
Η ψευδοηθικολογία είναι πιο καταστροφική από την υποκρισία, τόσο γιατί αποκαλύπτεται πιο δύσκολα όσο και γιατί ο φαρισαϊστής κοροϊδεύει και τον εαυτό του μαζί με τους άλλους, ενώ ο απλός υποκριτής διατηρεί κάποια επίγνωση, είναι κατεργάρης, όχι κακός. Ψευδοηθικολογία είναι η γεμάτη ζήλο δημόσια έκφραση ανησυχίας για τους άλλους ή θυμού απέναντι σε μια άποψη, η οποία αμφισβητεί μια ηθική ορθοδοξία, την οποία ούτε νιώθει ούτε μπορεί κανείς να νιώσει γνήσια, με τον ζήλο να αποτελεί ασπίδα για την ανειλικρίνεια και την έλλειψη πίστης στην ορθόδοξη άποψη. Ο Σάμιουελ Τζόνσον όρισε την ψευδοηθικολογία ως "μια στριγκή εκζήτηση καλοσύνης, με επίσημους και επιτηδευμένους όρους". Η ψευδοηθικολογία είναι μεταδοτική και, όταν είναι ευρέως διαδεδομένη, δημιουργεί μια ατμόσφαιρα όπου οι άνθρωποι φοβούνται να την πουν με το όνομά της. Η επιχειρηματολογία πηγαίνει από μόνη της, κι όταν συμβαίνει αυτό, προκύπτουν γελοίες, κακές, ακόμη και κακοήθεις πολιτικές.
Χειρότερη, και ακόμη πιο ολοκληρωτική, είναι η απαίτηση της δημόσιας συναίνεσης σε εμφανώς λανθασμένες ή υπερβολικές προτάσεις, η άρνηση να συγκατανεύσεις υπό αυτές τις συνθήκες γίνεται σχεδόν εξίσου μεγάλη αμαρτία με την έκφραση μιας απαγορευμένης άποψης. Είναι κανείς υποχρεωμένος να ενώσει τη φωνή του με την καθολική ψευδοηθικολογία, ειδάλλως…».
Κατά τα λοιπά, καθημερινά διαπιστώνω ότι η ψευτοηθικολογία γίνεται πνευματικό καθεστώς. Σε αμερικανικά πανεπιστήμια απαγορεύεται η διδασκαλία του Ομήρου και της Οδύσσειας. Απόβλητος θεωρείται και ο Αριστοφάνης. Και είμαστε ακόμα στην αρχή.