Τα κενά των Bidenomics

Δευτέρα, 28 Ιουνίου 2021 11:57
REUTERS/KEVIN LAMARQUE
A- A A+

Από την έντυπη έκδοση

Tου Ρόμπερτ Σκιντέλσκι*

O Ρόμπερτ Σκιντέλσκι

Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έχει αρχίσει να μιμείται τον Φράνκλιν Ντ. Ρούσβελτ με το να ξοδεύει τεράστια χρηματικά ποσά, μια πρακτική που η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ απέφευγε μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάτι που απειλεί να προκαλέσει το είδος του πληθωρισμού που κατέστρεψε τις κεϊνσιανές οικονομικές πολιτικές τη δεκαετία του 1970. Από τον Ιανουάριο του 2021 η κυβέρνηση του Μπάιντεν έχει δαπανήσει ή δεσμευθεί να δαπανήσει 1,9 τρισ. δολάρια ως μέτρα στήριξης για τον Covid-19, 2,7 τρισ. δολάρια για επενδύσεις και επιχειρηματική στήριξη και 1,8 τρισ. δολάρια για την ευημερία και την εκπαίδευση.

Το σύνολο ανέρχεται σε 6,4 τρισ. δολάρια, ή σχεδόν το 30% του αμερικανικού ΑΕΠ. Το 1,9 τρισ. δολάρια έχει ήδη διανεμηθεί μέσω των δαπανών για τον κορονοϊό, αφήνοντας 4,5 τρισ. δολάρια, ή περίπου το 20% του ΑΕΠ, να διατεθεί τα επόμενα δέκα χρόνια. Οι δαπάνες θα χρηματοδοτηθούν σε μεγάλο βαθμό από τις αγορές ομολόγων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, με τις αυξήσεις φόρων να έρχονται αργότερα. Όμως, θα αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη κινητοποίηση των δημοσίων επενδύσεων των ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ή μάλλον μια πληθωριστική υπερβολή; Δεν γνωρίζουμε ακόμα, επειδή δεν διαθέτουμε έναν ακριβή τρόπο μέτρησης του κενού της παραγωγής - τη διαφορά μεταξύ της πραγματικής και της δυνητικής παραγωγής, ή περίπου το ποσοστό της χαλαρότητας στην οικονομία που μπορεί να απορροφηθεί πριν αρχίσουν να αυξάνονται οι τιμές. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει ότι η οικονομία των ΗΠΑ θα αυξηθεί πέραν της δυναμικής της μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους και ότι οι ευρωπαϊκές οικονομίες θα βρίσκονται κοντά σε αυτό το επίπεδο. Αυτό σηματοδοτεί άνοδο του πληθωρισμού μελλοντικά και την ανάγκη για αντιστροφή της χρηματοδότησης του ελλείμματος.

Στόχος η αύξηση της παραγωγής

Ενάντια σε αυτή τη στατική άποψη βρίσκεται η πεποίθηση -ή η ελπίδα- ότι τα κυβερνητικά επενδυτικά προγράμματα θα αυξήσουν την πιθανή παραγωγή της αμερικανικής οικονομίας και έτσι θα επιτρέψουν την ταχύτερη μη πληθωριστική ανάπτυξη. Μεγάλο μέρος των Bidenomics αφορά τη βελτίωση της παραγωγικότητας του εργατικού δυναμικού μέσω της εκπαίδευσης και της κατάρτισης. Ωστόσο αυτό είναι ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα. Βραχυπρόθεσμα, τα λεγόμενα «σημεία συμφόρησης» από την πλευρά της προσφοράς θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πληθωρισμό. Υπάρχει λοιπόν ο προφανής κίνδυνος η υπερβολικά αισιόδοξη ατζέντα να δώσει τη θέση της σε απότομες αντιστροφές της πολιτικής, σε μια ανανεωμένη ύφεση και στην απογοήτευση.

Υπάρχει ένα καλύτερο μάθημα, όμως η κυβέρνηση του Μπάιντεν αγνόησε δύο ριζοσπαστικές προτάσεις που θα μπορούσαν να κάνουν τη ζωή της πολύ πιο εύκολη. Το πρώτο είναι η ομοσπονδιακή εγγύηση για την εργασία. Με απλά λόγια, η κυβέρνηση πρέπει να εγγυηθεί μια θέση εργασίας σε όποιον δεν μπορεί να βρει εργασία στον ιδιωτικό τομέα, με σταθερό ωρομίσθιο, όχι χαμηλότερο από τον εθνικό κατώτατο μισθό.

Ομοσπονδιακή εγγύηση εργασίας

Ένα τέτοιο σχέδιο έχει πολλά πλεονεκτήματα, εντούτοις δύο είναι τα βασικά. Πρώτον, η ομοσπονδιακή εγγύηση για την εργασία θα εξαλείψει την ανάγκη υπολογισμού των κενών στην παραγωγή, διότι δεν στοχεύει στη μελλοντική ζήτηση της παραγωγής, αλλά στην παρούσα ζήτηση για εργασία. Αυτό με τη σειρά του αντικαθιστά τον σαφή ορισμό της πλήρους απασχόλησης: Υπάρχει όπου όλοι όσοι είναι έτοιμοι, πρόθυμοι και ικανοί να απασχοληθούν, εργάζονται επικερδώς με έναν δεδομένο βασικό μισθό. Σε αυτή τη βάση, σήμερα υπάρχει σημαντική υποαπασχόληση στις ΗΠΑ, όπου συμπεριλαμβάνονται εκείνοι που έχουν αποσυρθεί από την αγορά εργασίας ή εργάζονται λιγότερο από ό,τι επιθυμούν.

Δεύτερον, η εγγύηση εργασίας ενεργεί ως απόθεμα στην απασχόληση, το οποίο εκτείνεται και συστέλλεται αυτόματα με τον επιχειρηματικό κύκλο. Ο νόμος Χάμφρεϊ - Χόκινς του 1978 στις ΗΠΑ -ο οποίος δεν εφαρμόσθηκε ποτέ- «εξουσιοδότησε» την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να δημιουργήσει «δεξαμενές στη δημόσια απασχόληση», για να εξισορροπήσει τις διακυμάνσεις των ιδιωτικών δαπανών. Αυτές οι δεξαμενές θα εξαντλούνται και θα γεμίζουν αυτόματα καθώς η ιδιωτική οικονομία θα εξασθενεί και θα αναπτύσσεται, δημιουργώντας έναν πολύ πιο ισχυρό αυτόματο σταθεροποιητή από τα επιδόματα ανεργίας. Όπως λέει η Παβλίνα Ρ. Τσέρνεβα του Bard College, η εγγύηση εργασίας «συνεχίζει να σταθεροποιεί την οικονομική ανάπτυξη και τις τιμές, χρησιμοποιώντας μια ομάδα εργαζομένων με σκοπό και όχι έναν εφεδρικό στρατό ανέργων». Δεν εμπλέκεται η «διαχείριση» του επιχειρηματικού κύκλου, με τους γνωστούς πολιτικούς κινδύνους.

Το σχέδιο για το ελεύθερο εμπόριο

Η δεύτερη ριζοσπαστική ιδέα είναι το αντισταθμιστικό σχέδιο για το ελεύθερο εμπόριο του οικονομολόγου Βλαντιμίρ Μας. Η Αμερική έχει απολέσει εκατομμύρια θέσεις εργασίας στον κλάδο της μεταποίησης αυτή τη χιλιετία, κυρίως λόγω της μεταφοράς της παραγωγής σε φθηνότερες αγορές εργασίας στην Ασία. Το αποτέλεσμα αυτού ήταν ένα διαρθρωτικό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ κατά μέσο όρο περί το 5% του ΑΕΠ.

Ένας από τους κύριους στόχους της κυβέρνησης Μπάιντεν είναι η ανοικοδόμηση της παραγωγικής ικανότητας των ΗΠΑ. Ενώ ο Covid-19 έχει αναδείξει μια συμβατική σοφία μεταξύ όλων των αποβιομηχανοποιημένων χωρών, ότι πρέπει να διαφυλάξουν «βασικές» προμήθειες για τους εγχώριους κατασκευαστές, οι «Made in America» προσπάθειες του Μπάιντεν επαναλαμβάνουν την προσέγγιση «America First» του τέως Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Ωστόσο, το σχέδιο του Μπάιντεν για την εξισορρόπηση του εμπορίου των ΗΠΑ μέσω φορολογικών επιδοτήσεων για τους εγχώριους παραγωγούς και τις εμπορικές και διεθνείς συμφωνίες, αντί για δασμούς και απειλές, είναι ασαφές και δεν πείθει.

Σε έναν κόσμο με τις δεύτερες καλύτερες επιλογές, το σχέδιο Μας προσφέρει τον γρηγορότερο και πιο κομψό τρόπο ούτως ώστε ο Μπάιντεν να εξασφαλίσει το ισορροπημένο εμπόριο που θέλει. Η βασική αρχή είναι απλή: κάθε κυβέρνηση που είναι σε θέση να το πράξει πρέπει να καθορίσει μονομερώς ένα ανώτατο όριο στο συνολικό εμπορικό της έλλειμμα και να περιορίσει την αξία των επιτρεπόμενων εισαγωγών από κάθε εμπορικό εταίρο.

Το παράδειγμα της Κίνας

Για παράδειγμα, η Κίνα, η οποία αντιπροσωπεύει περί τα 300 δισ. δολ. του τρέχοντος εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ -το ήμισυ του συνόλου-, μπορεί να περιορισθεί σε εξαγωγές αξίας 200 δισ. δολαρίων προς τις ΗΠΑ ετησίως. Εάν η Κίνα εξαγάγει περισσότερα, θα μπορούσε είτε να καταβάλει πρόστιμο ίσο με το πλεόνασμα της ποσόστωσής της ή να βρεθεί αντιμέτωπη με την απαγόρευση των υπερβολικών εξαγωγών.

Η αποζημίωση του ελεύθερου εμπορίου, υποστηρίζει ο Μας, «θα ενθάρρυνε την επιστροφή στις ΗΠΑ των υπεράκτιων επιχειρήσεων και των θέσεων εργασίας». Θα αποτρέψει επίσης αυτόματα τους εμπορικούς πολέμους, επειδή «κάθε προσπάθεια της πλεονάζουσας χώρας να μειώσει την αξία των εισαγωγών της από τις ΗΠΑ θα μειώσει αυτόματα την αξία των επιτρεπόμενων εξαγωγών της».

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής που επιδιώκουν να τονώσουν την οικονομία πρέπει να δώσουν περισσότερη προσοχή από ό,τι οι προηγούμενοι Κεϊνσιανοί για να αποφύγουν τον πληθωρισμό και να διασφαλίσουν ότι η δημιουργία θέσεων εργασίας στο εσωτερικό δεν αντισταθμίζεται από την εξάντληση της παραγωγικής ικανότητας στο εξωτερικό. Η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να μάθει αυτά τα μαθήματα. Εάν αποδειχθεί σοφή, θα αποφύγει τόσο τη λιτότητα όσο και το απρόσκοπτο εμπόριο υπέρ της πλήρους απασχόλησης και της παραγωγικής ικανότητας που απαιτείται για την επίτευξή του.

*Ο Ρόμπερτ Σκιντέλσκι, μέλος της Βουλής των Λόρδων του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο πανεπιστήμιο Warwick.

Copyright: Project Syndicate, 2021 www.project-syndicate.org

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή