Από την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη Τζάνα
Η πληθωριστική έκρηξη κατά το δίμηνο Απριλίου-Μαΐου στις Ηνωμένες Πολιτείες (ετήσιος ρυθμός 5% τον Μάιο) αλλά και σε άλλες δυτικές οικονομίες με μικρότερους ρυθμούς απασχολεί τόσο τις κεντρικές τράπεζες όσο και τις κυβερνήσεις. Στην παρούσα φάση, η εκτίμηση όλων είναι ότι το φαινόμενο είναι προσωρινό και σύντομα θα υπάρξει αποκλιμάκωσή του, στον βαθμό που η εξομάλυνση της υγειονομικής κρίσης επιτρέψει την επάνοδο της παγκόσμιας οικονομίας σε συνθήκες κανονικότητας. Όμως, η οικονομική ιστορία σε σχέση με την αντιμετώπιση τέτοιων πληθωριστικών εξάρσεων δείχνει ότι συχνά η οικονομική πολιτική που ασκείται δεν είναι η ενδεδειγμένη.
Πιο συγκεκριμένα, η παρατεταμένη οικονομική κρίση μετά το κραχ του ‘29 (the Great Depression) είχε αντιμετωπιστεί με μέτρα επεκτατικής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής κατά τις συστάσεις του Κέινς. Όμως, την περίοδο 1936 έως 1937 η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ έκρινε ότι απαιτούνται μέτρα συσταλτικής νομισματικής πολιτικής. Για τον σκοπό αυτό αποφάσισε τρεις συνεχόμενες αυξήσεις στα υποχρεωτικά διαθέσιμα των τραπεζών. Η πολιτική αυτή έφερε σύντομα καθίζηση της ζήτησης στην οικονομία που για πολλά χρόνια είχε περιοριστεί και ενώ μόλις είχε ξεκινήσει η ανοδική της κίνηση. Η Federal είχε εκτιμήσει εσφαλμένα ότι η άνοδος του πληθωρισμού που είχε επανεμφανιστεί αποτελούσε απειλή, οδηγώντας πάλι την οικονομία σε ύφεση, με την ανεργία να φτάνει στο 20% από τον Μάιο του 1937 έως τον Ιούνιο του 1938.
Τριάντα οκτώ χρόνια αργότερα ο Άρθουρ Μπερνς, επικεφαλής της Federal το 1973, αδυνατούσε να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο οι αλλεπάλληλες αυξήσεις στο πετρέλαιο τροφοδοτούσαν τον πληθωρισμό στην οικονομία. Ο Μπερνς έκρινε ότι η Federal έπρεπε να αποκλείσει τα προϊόντα που σχετίζονται με την ενέργεια από τον δείκτη τιμών του καταναλωτή, ενώ την άνοδο των τιμών των τροφίμων την απέδωσε στις καιρικές συνθήκες. Μόνο όταν ο πληθωρισμός εκτοξεύθηκε ο Μπερνς αποδέχθηκε ότι οι ΗΠΑ είχαν πρόβλημα πληθωρισμού, καθώς το πετρέλαιο αποτελούσε κομβικής σημασίας παράγοντα στη διαμόρφωση του κόστους παραγωγής. Έτσι ο πληθωρισμός κόστους εκείνης της περιόδου οδήγησε σε διεκδικήσεις αυξημένων μισθών από τους εργαζόμενους προκαλώντας τη σπειροειδή εξέλιξη ανάμεσα σε μισθούς και τιμές. Τελικά, έγινε αντιληπτό ότι η καταπολέμηση του πληθωρισμού κόστους απαιτεί την εφαρμογή ειδικής πολιτικής τιμών και εισοδημάτων για να διακοπεί η ανατροφοδοτούμενη διαδικασία αύξησης τιμών και μισθών.
Μεταφερόμενοι στη σημερινή πραγματικότητα, γίνεται αντιληπτό ότι είναι αναγκαία η σωστή διάγνωση της τρέχουσας πληθωριστικής διαδικασίας που συντελείται έπειτα από μια παρατεταμένη περίοδο συνθηκών πανδημίας, χωρίς μάλιστα να γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν η υγειονομική κρίση έχει ξεπεραστεί οριστικά. Αν ο τρέχων πληθωρισμός είναι πληθωρισμός ζήτησης, με τη συνολική ενεργό ζήτηση να υπερβαίνει τη συνολική προσφορά αγαθών και υπηρεσιών, η καταπολέμησή του απαιτεί συσταλτική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική. Πρέπει δηλαδή να ξεκινήσει η απόσυρση των μέτρων στήριξης που έλαβαν κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις. Αν όμως είναι πληθωρισμός κόστους, τροφοδοτείται δηλαδή από ανατιμήσεις των πρώτων υλών, η αντιμετώπιση πρέπει να είναι διαφορετική, όπως διαφορετική θα είναι και η αντιμετώπιση αν διαπιστώνονται αυθαίρετες ποσοστιαίες ανατιμήσεις προϊόντων (markups) εξαιτίας της δεσπόζουσας διαπραγματευτικής δύναμης συγκεκριμένων επιχειρηματικών ομίλων. Τέλος, η έξαρση του πληθωρισμού μπορεί να οφείλεται σε μεταβολές που προέρχονται από διαρθρωτικούς λόγους.
Τι από τα παραπάνω ισχύει σήμερα; Ο παρατεταμένος εγκλεισμός των πολιτών οδηγεί σε αυξημένη διάθεση για κατανάλωση. Επομένως, μια συσταλτική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική δεν θα ήταν ενδεδειγμένη, αφού θα περιόριζε τη συνολική ζήτηση στην οικονομία επαναλαμβάνοντας το λάθος του 1936. Έχουν λοιπόν πιθανότατα δίκιο οι κεντρικές τράπεζες που θεωρούν ότι η μεταβολή των επιτοκίων πρέπει να μεταφερθεί μετά το 2022. Όμως οι κυβερνήσεις οφείλουν να αναλύσουν τα γενεσιουργά αίτια που προκαλούν τις ανατιμήσεις και να εφαρμόσουν τις κατάλληλες πολιτικές. Αν, για παράδειγμα, οι τεχνολογικοί κολοσσοί προβαίνουν σε αυθαίρετες ανατιμήσεις εκμεταλλευόμενοι την ισχύ τους, φορολογικά ή άλλα μέτρα μπορούν να τους συνετίσουν.
Την ίδια ώρα ωστόσο, όλοι γνωρίζουμε ότι η πανδημία έχει οδηγήσει στην εφαρμογή πολιτικών ενεργειακού και ψηφιακού μετασχηματισμού παντού. Πρόκειται για μια τεράστια διαρθρωτική αλλαγή στην παγκόσμια οικονομία και ο μηχανισμός τιμών αποτελεί αναγκαίο μέσο για την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος εισαγωγής νέων τεχνολογιών επικοινωνίας αλλά και παραγωγής ενέργειας από φιλικά προς το περιβάλλον μέσα. Αναπόφευκτα οι αμοιβές όσων έχουν τις κατάλληλες δεξιότητες στον τομέα της πληροφορικής θα αυξηθούν, όπως και οι τιμές των πρώτων υλών που είναι αναγκαίες για την αποθήκευση ενέργειας σε συσσωρευτές (λίθιο, κοβάλτιο, νικέλιο κοκ). Η επιτάχυνση των αλλαγών απαιτεί και την αποδοχή της ανατίμησης συγκεκριμένων υπηρεσιών και πρώτων υλών.
Σε κάθε περίπτωση, το υπό διαμόρφωση νέο οικονομικό περιβάλλον είναι ακόμη αχαρτογράφητο. Οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες μπορεί να αποφύγουν σφάλματα όπως εκείνα του 1936 και του 1973, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι κατανοούν με πληρότητα τις συντελούμενες τεκτονικές αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία. Οφείλουν ωστόσο να προσπαθήσουν να το πράξουν αντιμετωπίζοντας με επιτυχία μια τυχόν παρατεταμένη περίοδο πληθωρισμού στις οικονομίες του πλανήτη.
* Ο Δημήτρης Τζάνας είναι οικονομολόγος