Η είδηση του θανάτου του Τζον Μακάφι σε φυλακή της Βαρκελώνης το βράδυ της Τετάρτης έκανε τον γύρο του κόσμου: Ο εμβληματικός μεγιστάνας της τεχνολογίας θεωρείται πως αυτοκτόνησε μετά την απόφαση ισπανικού δικαστηρίου με την οποία εγκρινόταν η έκδοσή του στις ΗΠΑ για φορολογικά θέματα, όπως είπε στο Reuters ο δικηγόρος του, Χαβιέ Βιλάλμπα.
Ο Βιλάλμπα είπε πως ο Μακάφι, πρωτοπόρος του χώρου του λογισμικού antivirus, κρεμάστηκε επειδή οι εννιά μήνες του στη φυλακή τον είχαν οδηγήσει σε απελπισία. Κατά τη διάρκεια ακρόασης στο δικαστήριο τον προηγούμενο μήνα ο 75χρονος είχε πει πως, δεδομένης της ηλικίας του, θα περνούσε το υπόλοιπο της ζωής του στη φυλακή αν καταδικαζόταν στις ΗΠΑ. «Ελπίζω το ισπανικό δικαστήριο να δει την αδικία σε αυτό» είπε, προσθέτοντας πως «οι ΗΠΑ θέλουν να με χρησιμοποιήσουν ως παράδειγμα».
Ο Μακάφι είχε ζήσει για χρόνια προσπαθώντας να αποφύγει τις αμερικανικές αρχές, περνώντας ένα μέρος τους πάνω σε ένα γιοτ. Σε βάρος του είχαν απαγγελθεί κατηγορίες για φοροδιαφυγή στο Τενεσί, ενώ ήταν κατηγορούμενος και σε μια υπόθεση απάτης με κρυπτονομίσματα στη Νέα Υόρκη. Είχε συλληφθεί στις 3 Οκτωβρίου στο αεροδρόμιο της Βαρκελώνης, ενώ ήταν να επιβιβαστεί σε πτήση με προορισμό την Κωνσταντινούπολη με βρετανικό διαβατήριο, είχε πει ισπανική αστυνομική πηγή.
O Μακάφι είχε γεννηθεί στο Γκλόστερσαϊρ της Αγγλίας και είχε εργαστεί για τις NASA, Xerox και Lockheed Martin πριν λανσάρει το πρώτο εμπορικά διαθέσιμο antivirus (McAfee VirusScan), το 1987. Πούλησε την εταιρεία του στην Intel το 2011, και ο ίδιος από τότε δεν είχε εμπλοκή στον χώρο. Παρόλα αυτά, το πρόγραμμα φέρει ακόμα το όνομά του, με 500 εκατομμύρια χρήστες ανά τον κόσμο.
Σύμφωνα με τον Βιλάλμπα, είχε ακόμα ευκαιρίες να ασκήσει έφεση στην καταδίκη του, μα δεν μπορούσε να αντέξει και άλλο χρόνο στη φυλακή.
Ο Μακάφι είχε πει το 2019 πως δεν είχε πληρώσει φόρο εισοδήματος στις ΗΠΑ για οκτώ χρόνια για ιδεολογικούς λόγους. Την ίδια χρονιά έφυγε από τις ΗΠΑ για να αποφύγει τη δίκη, και έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ένα τεράστιο γιοτ με τη σύζυγό του, τέσσερα σκυλιά, δύο φρουρούς ασφαλείας και επτά άτομα προσωπικό. Είχε προσφερθεί να βοηθήσει την Κούβα να αποφύγει ένα αμερικανικό εμπορικό εμπάργκο χρησιμοποιώντας κρυπτοσυναλλάγματα και είχε επιδιώξει να θέσει υποψηφιότητα για πρόεδρος των ΗΠΑ με το Ελευθεριακό Κόμμα (Libertarian Party).
Το 2018 είπε ότι ήταν πατέρας 47 παιδιών. Ο ίδιος είχε ζήσει αρκετά χρόνια στο Μπελίζ, και τράπηξε σε φυγή όταν η αστυνομία θέλησε να τον ανακρίνει για τον φόνο ενός γείτονα το 2012. Εν τέλει είπαν ότι δεν ήταν ύποπτος. Είχε πει ότι γνώρισε τη σύζυγό του, Τζάνις Μακάφι, ως ιερόδουλη ενώ ο ίδιος προσπαθούσε να ξεφύγει από τις αρχές.
Ο ίδιος ήταν ένθερμος χρήστης του Twitter, με ένα εκατομμύριο followers, καθώς και άλλων μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Μεταξύ άλλων, είχε ανεβάσει ένα βίντεο στο YouTube το 2013, όπου, χρησιμοποιώντας ύβρεις, αναφερόταν κοροϊδευτικά στη δυσκολία της απομάκρυνσης του λογισμικού που έφερε το όνομά του από τους υπολογιστές. Το 2019 είχε χαρακτηρίσει τη φορολόγηση «παράνομη» στο Twitter, και την ίδια χρονιά είχε τεθεί για λίγο υπό κράτηση στη Δομινικανή Δημοκρατία επειδή φερόταν να είχε φέρει όπλα στη χώρα.
Τα τελευταία χρόνια είχε επανειλημμένα υποστηρίξει ότι υπήρχε συνωμοσία σε βάρος του, ωστόσο η El Pais μετέδωσε ότι το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που να δείχνουν ότι διωκόταν για πολιτικούς ή ιδεολογικούς λόγους.
Γενικότερα μιλώντας, ήταν μια ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη φυσιογνωμία, που δεν ταίριαζε και πολύ στο προφίλ των μεγιστάνων της τεχνολογίας. Ήταν παρορμητικός, θερμοκέφαλος και επιρρεπής σε σκάνδαλα- ωστόσο ήταν ένας οραματιστής και αδιαμφισβήτητος πρωτοπόρος, καθώς συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία της βιομηχανίας λογισμικού ασφαλείας υπολογιστών.