Από την έντυπη έκδοση
Του Μιχάλη Χατζηκωνσταντίνου
[email protected]
Η απόφαση της Επιτροπής Εμβολιασμού να προωθήσει μαζικά και επιθετικά πριν από ενάμιση μήνα τα αποθέματα του εμβολίου της AstraZeneca σε νέους ήταν απολύτως ακατανόητη. Ήδη από τις 27 Απριλίου αυτή εδώ η στήλη διερωτάτο για αυτή την επιλογή, τη στιγμή που όλος ο υπόλοιπος κόσμος είτε έπαυε τη διάθεση του συγκεκριμένου εμβολίου είτε το χορηγούσε αποκλειστικά σε ηλικιωμένους. Η ευθύνη, όμως, δεν βαραίνει αποκλειστικά όσους πήραν αυτές τις αποφάσεις. Σχετίζεται και με τον μανιχαϊστικό δημόσιο διάλογο που έχει αναπτυχθεί στην Ελλάδα γύρω από κάθε πτυχή του εμβολιασμού.
Εδώ και αρκετούς μήνες όποιος τολμά να επισημαίνει αντιφάσεις ή έστω να θέτει απλά ερωτήματα σχετικά με τη διαχείριση, την ασφάλεια και τη διαφάνεια πλευρών του εμβολιασμού κατατάσσεται αμέσως στους «αντιεμβολιαστές» και ρίχνεται στο πυρ το εξώτερον. Δεν αρκεί παρά να κοιτάξουμε λίγο πίσω στον χρόνο για να θυμηθούμε ότι η «ταμπέλα» του αντιεμβολιαστή είχε δοθεί προ καιρού σε όσους υποστήριζαν θέσεις που είναι πλέον γενικά αποδεκτές. Όπως ότι «το εμβόλιο δεν είναι η μόνη λύση για την πανδημία» ή ότι «κάποια εμβόλια έχουν σπάνιες, αλλά επικίνδυνες παρενέργειες».
Έτσι στον αντίποδα των άκρως επικίνδυνων αντιεμβολιαστών συγκροτήθηκε ένα άλλο μπλοκ φανατικών που επιχειρεί να κλείσει κάθε συζήτηση, να αποσιωπήσει κάθε ερώτημα, να πάψει κάθε έρευνα γύρω από τα εμβολιαστικά ζητήματα. Όσο και αν ακούγεται παράδοξο, αυτοί οι ακραίοι δήθεν οπαδοί του εμβολιασμού μοιάζουν εξαιρετικά με τους μισητούς αντιπάλους τους. Αγνοούν επιστημονικά δεδομένα, αδιαφορούν για την εξαιρετικά σύνθετη φύση του ζητήματος, δαιμονοποιούν διαφορετικές απόψεις και εμμένουν δογματικά σε υπεραπλουστευτικές και λαϊκιστικές θέσεις.
Οι παλινωδίες με τη διάθεση του AstraZeneca ίσως να είχαν αποτραπεί, λοιπόν, αν είχαμε μια πιο υγιή και λιγότερο ακραία δημόσια σφαίρα που θα επέτρεπε να τίθενται καίρια ερωτήματα στην Πολιτεία. Με άλλα λόγια, ο δημόσιος διάλογος γύρω από την εμβολιαστική εκστρατεία είναι πολύ σοβαρό πράγμα για να τον αφήσουμε να μαίνεται μεταξύ των ταλιμπάν της μίας ή της άλλης πλευράς.