Από την έντυπη έκδοση
Του Μιχάλη Γκλεζάκου
Ο κ. Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό που γίνεται με την προνομιακή φορολόγηση των πολυεθνικών πρέπει να τελειώσει.
Κουραστήκαμε να ακούμε και να λέμε ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις παγκόσμιας εμβέλειας έχουν εξελιχθεί σε υπερεθνικές οντότητες και πλέον επιβάλλουν τους όρους τους στις χώρες εγκατάστασής τους. Η αλήθεια είναι ότι γίνονται ελκυστικές γιατί δημιουργούν πολυάριθμες θέσεις εργασίας και γιατί τονώνουν την οικονομική δραστηριότητα στις περιοχές που εγκαθίστανται. Με αυτό το διαπραγματευτικό ατού αναγκάζουν τις επιμέρους χώρες να μπαίνουν σε μια διαδικασία πλειοδοσίας, προσφέροντας όλο και περισσότερες φορολογικές απαλλαγές και προνόμια.
Πολλά θέματα συζήτησης ανοίγει αυτή η κατάσταση. Πρώτα απ’ όλα θέματα ηθικής τάξης, γιατί οι φορολογικές ελαφρύνσεις τους προκαλούν ισόποση επιβάρυνση των νοικοκυριών και των μικρότερων επιχειρήσεων. Επίσης, θέματα ανταγωνισμού και επιβίωσης για τις παραγωγικές μονάδες που επωμίζονται μεγαλύτερα βάρη από αυτά που τους αναλογούν. Τελικά αρχίζει κανείς να αμφιβάλλει κατά πόσο αυτά που προσφέρουν οι πολυεθνικές σε έναν τόπο είναι περισσότερα από την υλική και ηθική ζημία που προκαλούν.
Ας δούμε όμως τη μεγάλη εικόνα, για να καταλάβουμε τι πραγματικά συμβαίνει σχετικά με το θέμα αυτό:
* Με τα σημερινά δεδομένα της παγκόσμιας οικονομίας, εκτιμάται ότι η φοροαποφυγή των μεγάλων πολυεθνικών στερεί από τις επιμέρους χώρες περί τα 240 δισ. δολάρια ετησίως. Εκτιμάται ακόμη ότι μεγάλο μέρος από αυτά τα χρήματα αποσύρονται ουσιαστικά από την παραγωγική διαδικασία και μεταφέρονται σε φορολογικούς παραδείσους.
* Μια πρόσφατη έρευνα που έγινε για λογαριασμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έδειξε ότι η πραγματική φορολογική επιβάρυνση των πολυεθνικών είναι σε κάποιες χώρες κάτω από το 10% (Ουγγαρία, Κύπρος, Βουλγαρία, Λουξεμβούργο), ενώ δεν υπερβαίνει το 20% σε 25 χώρες της Ευρωζώνης. Οι αντίστοιχοι συντελεστές για τους υπόλοιπους φορολογούμενους είναι περίπου διπλάσιοι. Αυτή η κατάσταση μόνο να χειροτερεύσει μπορεί, γιατί πολύ απλά οι πολυεθνικές θα βρίσκουν πάντοτε πρόθυμες χώρες να συμφωνούν για την όλο και χαμηλότερη επιβάρυνσή τους.
Μόνο με συνεννόηση και συντονισμό σε παγκόσμιο επίπεδο είναι εφικτό να σταματήσει ο φαύλος κύκλος της διαρκούς ελάφρυνσης των επιχειρήσεων αυτών από τα φορολογικά βάρη που τους αναλογούν. Αυτή η σκέψη όμως έδειχνε ουτοπική μέχρι χθες, αφού όλοι καταλαβαίναμε πόσο μεγάλη δύναμη έχουν οι πολυεθνικές, ιδιαίτερα εκείνες που διαθέτουν γιγαντιαίο μέγεθος. Ακόμη πιο ουτοπικό φάνταζε ότι την πρωτοβουλία γι’ αυτό το επιθυμητό νοικοκύρεμα θα την έπαιρναν οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο μυαλό των περισσοτέρων αυτές οι δύο οντότητες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το μεγάλο κεφάλαιο.
Και όμως, αυτό που ήταν αδιανόητο έγινε: Οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. μπήκαν μπροστά για να βάλουν τάξη στη φορολογική ασυδοσία των πολυεθνικών και ήδη προχωρούν με fast track διαδικασίες για την υλοποίηση αυτού του στόχου. Ως πρώτο βήμα έχει ορισθεί η καθιέρωση ενός κατώτατου συντελεστή φορολογίας των πολυεθνικών, ο οποίος θα εμποδίζει τις επιχειρήσεις αυτές να βάζουν εκβιαστικά διλλήμματα στις επιμέρους χώρες.
Όλα δείχνουν ότι αυτό που φαινόταν μέχρι χθες αδύνατο θα γίνει πράξη και μάλιστα σύντομα, δεδομένου ότι οι ΗΠΑ έχουν ήδη κάνει τις δικές τους προτάσεις για έναν κατώτατο παγκόσμιο συντελεστή φορολογίας, ενώ η Ε.Ε. έχει κιόλας αποφασίσει να στηρίξει αυτόν τον στόχο. Η πρωτοβουλία των ΗΠΑ και Ε.Ε. αποκτά μεγαλύτερη αξία από το γεγονός ότι λειτούργησαν αποφασιστικά και έφεραν στην επιφάνεια ένα θέμα που κουβεντιάζεται στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ τα τελευταία δέκα χρόνια, χωρίς να έχει προκύψει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Επειδή βέβαια τίποτα δεν γίνεται τυχαία, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι πιο πάνω εξελίξεις ευνοούν την υλοποίηση του προγράμματος του Μπάιντεν, το οποίο προβλέπει την αύξηση των εσόδων της χώρας από τη φορολογία των μεγάλων επιχειρήσεων κατά 2,5-3 τρισ δολάρια στα επόμενα 10 χρόνια. Τα χρήματα αυτά θα δαπανηθούν για να επιταχυνθεί η μετάβαση στην πράσινη οικονομία, να χρηματοδοτηθεί η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της αμερικνικής βιομηχανίας, να ενισχυθεί η κοινωνική πρόνοια, να βελτιωθούν οι υποδομές κ.λπ.
Είναι προφανές ότι φράζοντας τον δρόμο στις γιγαντιαίες αμερικανικές επιχειρήσεις προς άλλες χώρες, μέσω του ενιαίου παγκόσμιου κατώτατου φορολογικού συντελεστή, θα μπορέσει να αυξήσει το φορολογικό τους βάρος χωρίς να μειώσει την ανταγωνιστικότητά τους. Τα σχέδια του Μπάιντεν, πέρα από εύστοχα, έχουν και μια έντονη ηθική διάσταση, δεδομένου ότι αποβλέπουν στη χρηματοδότηση μιας αυξημένης προστασίας της αμερικανικής κοινωνίας και του περιβάλλοντος με πόρους που θα αντληθούν από τους κατά τεκμήριο οικονομικά ισχυρότερους. Ακόμη κι αν αναγκασθεί να συμβιβασθεί με τους Ρεπουμπλικάνους και να αμβλύνει την παραπάνω επιβάρυνση των μεγάλων επιχειρήσεων (μαίνεται η διαμάχη), ο προσανατολισμός του παραμένει σωστός και διατηρεί την ηθική του αξία.
Παράλληλα, με την πολύτιμη συνδρομή της Ε.Ε., βάζει τις σχέσεις μεταξύ των πολυεθνικών και των χωρών στις οποίες αυτές δραστηριοποιούνται σε ένα δικαιότερο πλαίσιο, προς όφελος των τοπικών κοινωνιών. Επίσης, η σύγκλιση των φορολογικών συντελεστών σε παγκόσμια βάση θα βοηθήσει στη γεωγραφική κατανομή των παραγωγικών επενδύσεων με βάση τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε τόπου, κάτι που θα ωφελήσει μακροπρόθεσμα τους καταναλωτές.
Όλα αυτά, χάρη στο τεράστιο εκτόπισμα των δύο οικονομικών υπερδυνάμεων, Ε.Ε. και ΗΠΑ, που έχουν ετήσιο ΑΕΠ (40 τρισ. δολάρια) όσο όλες οι άλλες χώρες μαζί. Οι δύο αυτές ηγέτιδες δυνάμεις της Δύσης μπορούν να λύσουν πολλά και μεγάλα παγκόσμια προβλήματα, αρκεί να συνεργάζονται αρμονικά. Με μικρές χρονικές παρενθέσεις, ήταν πάντοτε οι μόνιμοι θεματοφύλακες της Δημοκρατίας. Τώρα πρωτοστατούν πλέον στην προστασία του περιβάλλοντος και εντάσσουν τις πολυεθνικές σε ένα δικαιότερο πλαίσιο. Ναι, όταν θέλουν μπορούν, γι’ αυτό οφείλουν να ενώνουν τις δυνάμεις τους και να επιδιώκουν ανθρωποκεντρικές λύσεις...